σως τραβάει ἀπὸ τὴ σέλλα τὴ μιὰ πιστιόλα, ἕτοιμος νὰ ρίξῃ. Ἄξαφνα ὅμως πηδάει ὄξω ἀπὸ τὴν πατουλιὰ ἡ Κλανομάρω καὶ φωνάζει τρομασμένη·
— Μὴ καπετάνε! μή, εἶμ’ ἐγὼ! Μὴ γιὰ τὸ Θεό!
Κράτησε ὁ στρατηγὸς τ’ ἄλογο καὶ κάνοντας τάχα πῶς παραξενεύτηκε καὶ πῶς δὲν κατάλαβε τίποτα, λέει ’σ τὴν Κλανομάρω·
— Ὠρέ, ἐσὺ ἐδῶ μέσα, ὠρὲ Μάρω;
— Τί νὰ κάμω, καπετάνε, βούλωσε τὸ ντουφέκι μου καὶ δὲ μπόργα νὰ πολεμήσω.
— Νά, ὠρὲ Μάρω, πᾶρε τὸ δικό μου καὶ σὲ θέλω νὰ μοῦ φέρῃς κεφάλια Ἀρβανίτικα!
Κι’ ἀμέσως δίνει ’σ τὴν Κλανομάρω τὸν κοντό του σισανέ, τὸν ἀσημόδετον καὶ φλωροκαπνισμένον.
Τότε ἡ Κλανομάρω, ἀφοῦ ἔπιασε ’σ τὰ χέρια τὸ φοβερὸ ὅπλο τοῦ Καραϊσκάκη, ἔγινε ἀλλοιώτικη. Χύθηκε ἀπόκοντα ’σ τοὺς Ἀρβανῖτες καὶ σὲ κάμποση ὥρα γύρισε φέρνοντας θριαμβευτικὰ δυὸ ματωμένα, ὁλόζεστα Ἀρβανίτικα κεφάλια. Φαντάζεται κανένας τὰ ζήτω τῶν παληκαριῶν γιὰ χάρη τῆς Κλανομάρως.
’Σ τὰ 1826, ὕστερα ἀπὸ τοὺς περίφημους πολέμους τῆς Ἀράχωβας, τοῦ Διστόμου καὶ τόσους ἄλλους, ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὸ στρατό του εἶχε κινήσῃ κ’ ἔρχονταν βοήθεια τῆς Ἀθήνας, ποῦ κιντύνευε ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ. Ἔφτασε ’σ τὸ μοναστῆρι τοῦ Ἅγιου Σεραφείμ, ὅπου εἶναι καὶ τὸ λείψανό του, τιμημένο πολὺ λείψανο ἀπὸ τοὺς Ρουμελιῶτες. Ἐκεῖ ὁ Καραϊσκάκης γονατιστὸς ’σ τὸν ἅγιον τάφο κοντά, μ’ ὅλα τὰ παληκάρια του, προσευχήθηκε· «Βοήθησέ μας, Ἁϊσεραφείμ, νὰ διώξωμε τὸν Κιουτάγια ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, νὰ γλυτώσωμε τοὺς κλεισμένους χριστιανοὺς καὶ νὰ κάμωμε ’σ τοὺς Τούρκους δεύτερη Ἀράχωβα, καὶ νὰ σοῦ φέρω χρυσὸ καντήλι ’σ τὸν τάφο σου καὶ λαμπάδες ἑκατὸ ἴσα μὲ τὸ κορμί μου καὶ νὰ στολίσω σὰν παλάτι τὸ μοναστῆρι σου!» Κι’ ὅλος ὁ στρατὸς ξεσκούφωτος καὶ γονατισμένος εἶπε τὴν ἴδια προσευχή. Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ ὅμως δὲν τοὺς ἀξίωσε.
Τὴς 9 Αὐγούστου, ’σ τὰ 1826, ὁ Καραϊσκάκης ἀνταμώθηκε κατὰ τύχη μὲ τὸν Κιουταχὴ ’σ τὴ Γαλλικὴ φεργάδα τοῦ ναυάρχου Δερνῦ, ποῦ ἦταν ἀραγμένη ’σ τὸν Πειραιᾶ. Ὁ Κιουταχῆς μὲ τὸν Ὀμὲρ πασσᾶ τῆς Χαλκίδας εἶχαν πάῃ νὰ ἰδοῦν τὸ ναύαρχο. Δὲν πρόφτασαν νὰ κατέβουν ’σ τὴ σάλλα καὶ φτάνει ὁ Καραϊσκάκης μὲ τὸ Χρηστίδη σὲ βάρκα Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸ μπρίκι τὸ Ψαριανὸ τοῦ Γιαννίτση, ποῦ ἦταν ἀραγμένο ’σ τὴ Λεψίνα καὶ τὄχε ὁ Καραϊσκάκης ’σ τὴς διαταγές του. Λένε πῶς ἐπίτηδες ὁ Γάλλος ναύαρχος εἶχε φέρῃ ἔτσι τὸ πρᾶμα, γιὰ νὰ σμίξουν οἱ δυὸ ἀρχιστράτηγοι. Κι’ αὐτὸ τοῦ τὸ εἶχε ζητήσῃ ὁ Κιουταχῆς.