ταν ὁ πόλεμος καὶ νὰ περιμένῃ ὡς ποῦ νὰ τὸν κράξῃ. Ἐνῷ λοιπὸν ἀκολουθοῦσε ὁ πόλεμος, ὁ Καραϊσκάκης ηὗρε μεγάλη ἀντίσταση ’σ τοὺς Τούρκους κ’ ἔστειλε ἕνα παληκάρι νὰ πάῃ νὰ φωνάξῃ τὸ Μποῦσγο βοήθεια. Ὁ στρατιώτης ὅμως δείλιασε καὶ δὲν ἔφερε τὴ διαταγὴ τοῦ στρατηγοῦ ’σ τὸ Μποῦσγο. Ἔτσι ὁ Καραϊσκάκης ἀναγκάστηκε νὰ τραβηχτῇ καὶ φτάνει ’σ τὴ ράχη, ὅπου φύλαγε, ἄνεργος, ὁ Μποῦσγος. Δαιμονίστηκε καθὼς τὸν εἶδε ὁ Καραϊσκάκης, γιατὶ νόμισε πῶς ἀπὸ φόβο δὲν εἶχε ἔρθῃ βοήθεια του.
— Τὸ βρακὶ τῆς Κατερίνας! Φέρτε μου τὸ βρακὶ τῆς Κατερίνας!
Ὁ Καραϊσκάκης γιὰ ντρόπιασμα τῶν δειλῶν εἶχε μαζί του ἕνα παλιόβρακο, ποῦ τὄξεραν ὅλοι μ’ αὐτὸ τ’ ὄνομα «τὸ βρακὶ τῆς Κατερίνας» καὶ ὑποχρέωνε ὅσους ἔπιανε φοβιτσάρηδες νὰ τὸ φορέσουν. (Αὐτὸ μᾶς θυμίζει τὴ Μόσκω τοῦ Τζαβέλα, ποῦ ἅμα ζύγωνε πόλεμος ἔβανε ντελάλι μέσα ’σ τὸ Σοῦλι, ὅτι ὅποιος Σουλιώτης μείνῃ ’σ τὸ χωριὸ καὶ δὲν πάῃ μὲ τοὺς ἄλλοις νὰ πολεμήσῃ, θὰ φορέσῃ γυναίκεια).
Ὁ Μποῦσγος ὅμως, ἀφοῦ δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτα, ἄναψε κι’ αὐτὸς ἀπὸ τὸ θυμό του. Τραβιέται πίσω, κι’ ὄξω τὴν κουμπούρα! Ἐκεῖ ὅμως ξηγήθηκαν τὰ πράματα κι’ ὁ Καραϊσκάκης, ἀφοῦ κατάλαβε τὸ λᾶθος του, ζήτησε συμπάθειο ἀπὸ τὸ Μποῦσγο καὶ δακρυσμένος τὸν φίλησε.
’Σ τὸ Δίστομο, πρὶν γίνῃ ὁ περίφημος πόλεμος, ἦταν μὲ τὸ σῶμα τοῦ Καραϊσκάκη ἕνας στρατιώτης, ποῦ κανεὶς δὲν ἤξερε ποῦθε κρατοῦσε ἡ σκούφια του. Κοντός, κουρελιάρης, μὲ μακρυὰ καὶ λερὴ φουστανέλλα, ποῦ κατέβαινε πειὸ κάτου ἀπὸ τὰ γόνατά του, ἄσκημος, σπανός, ξεραγκιανὸς καὶ πολὺ φοβιτσάρης. Ἔκανε ’σ τὸ στρατόπεδο τὴς γυναικεῖες δουλειές, ἔπλυνε, ἑτοίμαζε τὰ σφαχτὰ κ’ ἔψηνε τὰ κοκορέτσα καὶ τὰ σπληνάντερα. Ἦταν μ’ ἄλλα λόγια ἀπὸ ’κείνους, ποῦ τοὺς ἔλεγαν ’σ τὰ στρατόπεδα χατζαρούλες. Τὸ στρατιώτη αὐτὸν γιὰ τοὺς τρόπους του καὶ γιὰ τὴς ταπεινὲς δουλειὲς ποῦ ἔκανε τὸν ἔλεγαν οἱ συντρόφοι του Κλανομάρω. Ἀφοῦ ζύγωνε λοιπὸν ὁ πόλεμος, ἡ Κλανομάρω ἄφησε τὰ συνειθισμένα της καὶ φόρεσε σελιάχι καὶ κρέμασε μπαλάσκες κ’ ἔβαλε καὶ μιὰ μακρυὰ κουμπούρα ’σ τὸ σελιάχι· κι’ ἀφοῦ ’τοιμάστηκε γιὰ πόλεμο, παρουσιάζεται ἄξαφνα ἀνάμεσα ’σ τὰ παληκάρια, ’σ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο στρατόπεδο. Δὲ λέγεται ἡ ταραχὴ καὶ τὰ γέλοια καὶ τὰ πειράγματα καὶ τὰ χωρατά, ὅταν εἶδαν τὴν Κλανομάρω τὰ παληκάρια. Χάλασε ὁ κόσμος γύρω της, καθὼς περνοῦσε καμαρώνοντας σὰ σκεπάρνι ἡ Κλανομάρω, τριγυρισμένη ἀπὸ τὸ πειὸ διαλεχτὸ ἐπιτελεῖο, ποῦ θὰ ζήλευε κάθε στρατηγός, μ’ ἄλλα λόγια ἀπὸ τὰ καλύτερα παληκάρια τοῦ Καραϊσκάκη.
Τὴν ἄλλη ’μέρα, ἡμέρα τοῦ δοξασμένου ἐκείνου πολέμου, ἐνῷ οἱ Ἀρβανίτες μὲ τὸν Καρυοφίλμπεη νικημένοι κυνηγιῶνταν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ὁ Καραϊσκάκης ἀκράτητος, φοβερός, τραντάζοντας μὲ τὴς φωνές του τὴς ράχες γύρω, καθὼς προχωροῦσε μὲ τ’ ἄλογο, κάνει ἔτσι καὶ βλέπει κρυμμένον ἄνθρωπο μέσα σὲ μιὰ πατουλιά. Νόμισε πῶς ἦταν Τούρκος κι’ ἀμέ-