Ὁ Καραϊσκάκης ’σ τὴς ἐκστρατεῖες του εἶχε πάντα μαζί του μιὰ Τουρκοπούλα βαφτισμένη, ποῦ τὴν ἔλεγαν Μαριώ. Αὐτὴ ἦταν ντυμένη φουστανέλλες, σὰν ἄντρας, κ’ εἶχε τ’ ὄνομα Ζαφείρης ἀνάμεσα ’σ τὰ παληκάρια. Κάποτε λοιπὸν ὁ Καραϊσκάκης περαστικὸς κατάλυσε ’σ τὸ σπίτι του, μὲ κάμποσα παληκάρια. Πάει ὁ Ζαφείρης ’σ τὸ μαγερειὸ καὶ ρίχνεται ’σ τὴς δοῦλες κι’ ἀρχίζει τσιμπιές, γαργαλητά, φιλιά. Βάνουν τὴς φωνές ἐκεῖνες καὶ τρέχουν ’σ τὴν καπετάνισσα. Τρέχει κ’ ἡ κυρὰ Γκόλφω, ἡ Καραϊσκάκαινα, ’σ τὸ στρατηγὸ καταθυμωμένη·
— Τί πράματα εἶναι αὐτά; τοῦ λέει· τὰ παληκάρια σου παλεύουν τὴς ψυχοκόρες μου!
— Ἔγνοια σου, μωρή, τὴς λέει ὁ στρατηγός, ἔχω καὶ γιὰ ’σένα π... Μὴ θυμώνεις.
Κάποτε ’σ τὰ 1825, ’σ τὴν ἐκστρατεία τῆς Μεσσηνίας, μάλλωσε μὲ τὸν Κουντουριώτη καὶ τοῦ εἶπε·
— Ὠρέ, Κουντουριώτη ἄκουγα καὶ νόμιζα θὰ εἶναι ὅλο γιομᾶτο μυαλὸ τὸ κεφάλι σου. Ἐσὺ ὅμως ἔχεις τόσο μυαλό, ὅσο ἔχω ’γὼ σπόρο ’σ τ’ ἀ... μου!
Ὅταν ὁ Καραϊσκάκης πῆγε ’σ τ’ Ἀνάπλι, ’σ τὰ 1826, ἐνῶ τὴν Ἀθήνα τὴν πολιορκοῦσε ὁ Κιουταχῆς, καὶ διορίστηκε Γενικὸς ἀρχηγὸς τῶν στρατεμάτων τῆς Ρούμελης γιὰ νὰ πάῃ νὰ τὸν πολεμήσῃ, παρουσιάστηκε ’σ τὴ Διοικητικὴ Ἐπιτροπή. Τότε ὁ πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ Ζαΐμης, πρῶτος τὸν συχώρεσε γιὰ τὴν παλιά τους ἔχτρα, ποῦ βάσταγε ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ ἐμφύλιου πολέμου, ὅταν ὁ Καραϊσκάκης εἶχε κάμῃ πολλὰ κακὰ ’σ τὰ σπίτια καὶ χτήματα τοῦ Ζαΐμη ’σ τὴν Κερπινή. Ὁ Ζαΐμης ὅμως γενναιόκαρδα τὸν συχώρεσε. Ὁ Καραϊσκάκης δάκρυσε. Τότε φιλήθηκαν οἱ δυὸ καὶ ξεχάστηκαν τὰ περασμένα. ’Σ τὴ σκηνὴ αὐτὴ ἔτυχε νὰ εἶναι κι’ ὁ ἄρχοντας Ὑδραῖος Βασίλης Μπουντούρης κ’ εἶπε ’σ τὸν Καραϊσκάκη·
— Δὲν έκαμες ὡς τώρα ὅσο ἔπρεπε τὸ χρέος σου ’σ τὴν πατρίδα, Καραϊσκάκη· ὁ Θεὸς νὰ σὲ φωτίσῃ νὰ τὸ κάμῃς ἀπὸ ’δῶ κι’ ὀμπρός.
— Δὲν τ’ ἀρνιῶμαι, ἀποκρίθηκε ὁ Καραϊσκάκης. Ὅταν θέλω, γίνομαι ἄγγελος κι’ ὅταν θέλω, γίνομαι διάβολος. Ἀπὸ τώρα ἔχω σκοπὸ νὰ γίνω ἄγγελος.