μέσα. Ἐκεῖ ποῦ τοὔβανε τὴ φωτιά, τὸν ρωτάει ὁ στρατηγός, ἀδιάφορα, μὲ ποιὸν ἔκαμε ὡς τώρα καὶ ποῦ πολέμησε.
— Μὲ τὸν Καραϊσκάκη, Καπετάνε, ἀπαντάει ὁ στρατιώτης. Ἤμνα κοντὰ τ’ ἀπ’ τὸν καιρὸ τ’ Λεπενιώτη. Πολεμήσαμε πολλὲς βολὲς ἀντάμα. Νὰ τὰ σημάδια...
— Καλά, καλά, ἄϊντε τώρα.
Ἀφοῦ βγῆκε ὁ στρατιώτης, γυρίζει ὁ Ἴσκος καὶ τοῦ λέει τοῦ Ράγκου·
— Γράφε, Ράγκο!
Ὕστερα ὁ Ἴσκος κράζει ἄλλον στρατιώτη·
— Ἄμ’ ἐσὺ μὲ ποιὸν ἔχης κάμη, ὠρέ, ὡς τώρα ’σ τὸν πόλεμο;
— Ἐγώ, στρατηγέ μ’; Πολέμησα ’σ τὴν Ἄρτα νυχτόημερα μὲ τὸν Καραϊσκάκη, πολέμησα ’σ τὸ Νιοχώρι, ’σ τὸ Κομπότι, πολέμησα...
— Καλά, φεύγα! λέει καὶ ’σ αὐτὸν ὁ Ἴσκος.
Ὕστερα γυρίζει κατὰ τὸ Ράγκο·
— Γράφε, Ράγκο! τοῦ λέει πάλι.
Φωνάζει ἄλλον στρατιώτη. Ἀρχίζει κ’ ἐκεῖνος τὰ δικά του·
— Πολέμησα ’σ τοῦ Κοράκου τὸ γιοφύρι, πολέμησα...
— Γράφε Ράγκο!
Κάποτε ὁ Μεγαπάνος, ἄρχοντας ἀπὸ τὸ Κάρλελι (Ἀκαρνανία), τοῦ εἶπε·
— Ὠρὲ Καραϊσκάκη, δὲ μαζώνεις λίγο τὴ γλῶσσα σου;
— Ἅμα μαζώξῃς ἐσὺ τὴ βρακοζώνα σου, θὰ μαζέψω κ’ ἐγὼ τὴ γλῶσσα μου, τοῦ εἶπε ὁ Καραϊσκάκης.
Ὁ Μεγαπάνος κυνηγοῦσε τὴς γυναῖκες.
’Σ τὸν πόλεμο τοῦ Κεφαλόβρυσου, ὅπου σκοτώθηκε ὁ Μάρκος Μπότσαρης, εἶχε στείλῃ κι’ ὁ Καραϊσκάκης ἕνα μικρὸ σῶμα, αὐτὸς ὅμως δὲν ἔλαβε μέρος ’σ τὸν πόλεμο, γιατὶ ἦταν ἄρρωστος ’σ τὸ μοναστῆρι τοῦ Προυσοῦ. Ἀφοῦ σκοτώθηκε ὁ Μάρκος, ἔφεραν οἱ Σουλιῶτες τὸ λείψανό του καὶ τὸ ξάπλωσαν ἐμπρὸς ’σ τὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησιὰς τοῦ Μοναστηριοῦ. Σηκώθηκε τότε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ κρεββάτι κ’ ἐπῆγε σέρνοντας καὶ φίλησε μὲ δάκρυα τὸ νεκρὸ τοῦ Μάρκου· κ’ εἶπε·
— Ἄμποτε, ἥρωα Μάρκο, κ’ ἐγὼ ἀπὸ τέτοιο θάνατο νὰ πάω.
Κ’ ἐπῆγε ἀληθινὰ ὅπως εὐχήθηκε, ὁ ἥρωας.
Αὐτὸν τὸ θάνατο εὔχονταν ὅλοι οἱ γενναῖοι ἐκεῖνον τὸν καιρό· νὰ πᾶν ἀπὸ βόλι. Τὸν ἴδιο θάνατο εὐχήθηκε κι’ ὁ Γκούρας κι’ ἀπ’ αὐτὸν ἐπῆγε.