Σελίδα:Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη.djvu/124

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
122
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
ΓΡΑΜΜΑ ’Σ ΤΟ ΧΟΥΡΣΙΤ ΠΑΣΣΑ

Ὅταν ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς, ἀρχιστράτηγος τῶν Τούρκων, ’σ τὰ 1822, τοῦ παράγγειλε νὰ πάῃ νὰ τὸν προσκυνήσῃ ’σ τὴ Λάρσα, ὁ Καραϊσκάκης τοὔστειλε αὐτὴ τὴν ἀπόκριση·

Μοῦ γράφεις ἕνα μπουγιουρντί, λέγεις νὰ προσκυνήσω·
κ’ ἐγώ, πασσᾶ μου, ρώτησα τὸν π.... μου τὸν ἴδιον
κι’ αὐτὸς μοῦ ἀποκρίθηκε νὰ μὴ σὲ προσκυνήσω·
κι’ ἂν ἔλθῃς κατ’ ἐπάνω μου, εὐθὺς νὰ πολεμήσω!

(Γ. Γαζῆς).



Ο ΜΠΑΤΣΟΣ

Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι οἱ Τοῦρκοι, ’σ τὰ 1823, τράβηξαν νὰ περάσουν ἀπὸ τοῦ Κοράκου τὸ γιοφύρι (δῆμος Ἀργιθέας). Ὁ Καραϊσκάκης ἦταν ’σ τὸ μοναστήρι τῆς Τατάρνας. Μπῆκε ’σ τὴν ἐκκλησιὰ καὶ προσευχήθηκε·

— Τώρα θὰ σὲ ἰδῶ, Μαυρομάτα· ἄν νικήσωμε, θὰ σὲ προσκυνῶ γιὰ Παναγία, ἰδὲ...

Κ’ ἔκοψε τὸ λόγο του, πρὶν τὸν τελειώσῃ. Τότε ἔπιασε τὸν Ἁϊβλάση. Ἅμα ζύγωσαν οἱ Τοῦρκοι, ὁ Καραϊσκάκης γνώρισε τὸ μπροστινόν, γιατὶ τὸν ἤξερε ἀπὸ τὰ Γιάννινα·

— Καρτέρα με, Ἰσλιὰμ Μπέντο! τοῦ φώναξε.

— Σὲ καρτερῶ! τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἰσλιὰμ Μπέντος.

Ὁ Καραϊσκάκης, νευρικὸς κι’ ἀνυπόμονος, ἔτρεμε πρὶν ἀρχίσῃ ὁ πόλεμος.

Κοντά του ἦταν ὁ Τσάκας, πελώριος παληκαρᾶς, παλιός του σύντροφος. Γυρίζει καὶ λέει ’σ τὸν Καραϊσκάκη·

— Τι τρέμεις, ὠρὲ Γύφτο; Φοβᾶσαι;

Καὶ τοῦ τραβάει ἕναν κατακέφαλο. Τὸν ἔφαγε καλόν, χωρὶς νὰ θυμώσῃ ὁ Καραϊσκάκης. Γύφτος ἦταν τὸ παράνομά του, γιατὶ ἦταν μελαψός. Μιὰ παράδοση μάλιστα τὸν λέει γυιὸ του καπετὰν Ἀραπογιάνη.

Ἡ νίκη τοῦ Ἀϊβλάση ἦταν ἀπὸ τὰ πρῶτα κατορθώματα τοῦ Καραϊσκάκη καὶ μεγάλωσε τ’ ὄνομά του.



ΓΡΑΦΕ ΡΑΓΚΟ
’Σ τὸ Μεσολόγγι, ὅταν κατηγοροῦσαν τὸν Καραϊσκάκη πῶς τάχα εἶχε κρυφὴ συνεννόηση μὲ τοὺς Τούρκους, περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸν κατάτρεχε ὁ Ράγκος, γιατὶ ἀντιφέρονταν οἱ δυό τους γιὰ τ’ ἀρματωλίκι τῶν Ἀγράφων. Μιὰ ’μέρα ὁ φίλος τοῦ Καραϊσκάκη ὁ Ἀντρέας Ἵσκος σηκώνεται, παίρνει μαζί του τέσσερους πέντε στρατιῶτες, ποῦ εἶχαν πολεμήσῃ μὲ τὸν Καραϊσκάκη, καὶ πάει ’σ τὸ κονάκι τοῦ Ράγκου νὰ τὸν ἰδῇ. Ἄρχισαν νὰ τὰ λέν. Τὰ παλικάρια ἔμειναν ἀπὄξω, ’σ τ’ ἄλλο δωμάτιο. Ἄξαφνα ὁ Ἴσκος ἔκαμε πῶς θέλει ν’ ἀνάψῃ τὸ τσιμποῦκι του καὶ φώναξε ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ