ΚΑΙ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ
’Σ τὰ Γιάννινα, τὸν καιρὸ τοῦ Ἀλήπασσα, ὁ Καραϊσκάκης, νειὸς ἀκόμα, χόρευε μιὰ φορὰ μ’ ἄλλα παληκάρια. Ἐνῷ ἔσερνε, μπροστινός, τὸν Τσάμικο, κ’ ἔκανε πολλὲς γύρες ’σ τὸν τόπο, ὅπως λέν, πέρασε τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Μουχτὰρ πασσᾶς, γυιὸς τοῦ Ἀλήπασσα. Ἡ φουστανέλλα τοῦ Καραϊσκάκη σηκώθηκε τὸν ἀνήφορο καὶ φάνηκαν τὰ πλιάτσικα. Ὁ Μουχτὰρ πασσᾶς πειράχτηκε. Πῆγε ’σ τὸν πατέρα του καὶ παραπονέθηκε. Κράζει τότε ὁ Ἀλήπασσας τὸν Καραϊσκάκη καὶ θυμωμένος τοῦ λέει·
— Τί ἔκαμες, ὠρὲ Παλιόγυφτο, ’σ τὸ γυιὸ τὸ δικό μου;
— Τίποτα, πασσᾶ μου, λέει ὁ Καραϊσκάκης. Δὲν τὄθελα. Χόρευα κ’ ἔκαμα ἔτσι μιὰ φορά... (κ’ ἔφερε μιὰ γύρα). Τότε πέρναγε ὁ γυιός σου ὁ Μουχτὰρ πασσᾶς καὶ θύμωσε. Τί φταίω ’γώ, ὁ μαῦρος;...
Ὁ Ἀλήπασσας ἔσκασε τὰ γέλοια.
— Πῶς ἔκαμες, ὠρὲ μπίρο μ’; Κάμε το πάλε, ὠρέ!
— Ἔτσι, πασσᾶ μου...
— Κάμε το ἄλλη μιὰ φορά, ὠρὲ Γιῶργο!... Μπράβο, ὠρὲ Γιῶργο!... Ἄϊντε τώρα.
— Τί θέλεις νὰ σὲ κάμω, ὠρὲ Καραϊσκάκη; τὸν ρώτησε κάποτε ὁ Ἀλήπασσας.
— Ἂν μὲ γνωρίζῃς, πασσᾶ μου, ἄξιον γι’ ἀφέντη, κάμε με ἀφέντη· ἂν μὲ γνωρίζῃς ἄξιον γιὰ χουσμεκιάρη (δοῦλο), κάμε με χουσμεκιάρη· ἂν δὲ μὲ γνωρίζῃς ἄξιον γιὰ τὸ τίποτα, ρίξε με ’σ τὴ λίμνη.
(Γ. Γαζῆς).
’Σ τὸ Κομπότι, ’σ τὸν πόλεμο ποῦ ἔκαμε ’σ τὰ 1821, 8 Ἰουνίου, ποῦ νίκησε τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς πῆρε ’σ τὸ κυνῆγι, ἀνέβηκε σὲ μιὰ πέτρα κ’ ἔβριζε τοὺς Τούρκους δυνατά. Καὶ γιὰ νὰ τοὺς προσβάλῃ χειρότερα καὶ νὰ δώσῃ θάρρος ’σ τοὺς δικούς του σήκωσε τὴ φουστανέλλα, κατέβασε τὸ βρακὶ καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν πισινό του. Τότε ἕνας Τοῦρκος, Γκέκας, κρυμμένος κάπου ’σ τὰ κλαριά, τὸν τουφέκισε καὶ τὸν λάβωσε ’σ τὰ δυὸ μηριὰ καὶ ’σ ἕνα ἄλλο μέρος.