Μεσολόγγιον καὶ εἰσεχώρησαν ἀνὰ μέσον τῶν σκηνῶν ἕως εἰς αὐτὸ τὸ ἄσυλον τοῦ Κιουταχῆ, ἔφευγον μὲ τὴν πλέον φρικτὴν ἀταξίαν καὶ κυριευμένοι ἀπὸ μέγιστον τρόμον, ἐνῷ δὲν κατεδιώκοντο ἐκ τοῦ πλησίον ἀπὸ τὸν ἐχθρόν, ἀπέδειξαν ἐμπράκτως ὅτι φρόνιμος καὶ ἀνδρεῖος ἀρχηγὸς εἶναι καλήτερος ἀπὸ μέγα καὶ ἀνδρεῖον στρατόπεδον.
Συνῆλθον τέλος πάντων εἰς Φαληρέα ὅλοι οἱ φεύγοντες ἐκτὸς τῶν Πετμεζαίων, οἱ ὁποῖοι μὲ ὀκτακοσίους περίπου στρατιώτας διευθύνθησαν πρὸς Ἐλευσῖνα. Οἱ Τοῦρκοι ἀκολουθοῦσαν μακρόθεν μὲ παρατήρησιν καὶ περίεργον προσοχήν, ὑποπτεύοντες ἴσως κᾀμμίαν ἐνέδραν, ἀλλ’ ἦσαν μακρὰν τοῦ νὰ γνωρίσωσι τὴν ἀληθῆ κατάστασιν τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατεύματος. Ἐπλησίασαν μ’ ὅλον τοῦτο εἰς τοὺς περὶ τὸν Φαληρέα προμαχῶνας, ὅπου ἐὰν δὲν ἤθελον σταθῆ ὁ Κῆτζος Τζαβέλας καὶ ὁ Κώστας Βλαχόπουλος, ἤθελον ἴσως κυριεύσει οἱ ἐχθροὶ καὶ τὰ κανόνια. Ματαίως ἐπροσπαθοῦσαν οἱ ἀξιωματικοὶ νὰ ἐμψυχώσωσιν ὁπωσοῦν τὸ στράτευμα καὶ νὰ τὸ πληροφορήσωσιν ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον κίνδυνος. Οἱ στρατιῶται καὶ πρὸ πάντων οἱ ἐσχάτως ἐλθόντες ἀπὸ τὰς νήσους, ὄντες ἀσυνείθιστοι ἀπὸ τοιαῦτα πράγματα, συνήρχοντο πλησίον τῆς θαλάσσης καὶ ἀπέβλεπον πρὸς αὐτήν, ὡς τὸ μόνον μέσον τῆς σωτηρίας των. Ὅστις εἶδε τὸ στρατόπεδον τοῦτο εἰς τὴν ἀκμήν του, ζῶντος ἔτι τοῦ Καραϊσκάκη, δὲν ἠδύνατο νὰ μὴ δακρύσῃ βλέπων τοιαύτην μεταβολὴν εἰς αὐτό, τὸ ὁποῖον ὡμοίαζεν ὡς ποίμνιον διασκορπισθὲν ἀπὸ τοὺς λύκους. Ηὔξησε δὲ ἔτι μᾶλλον τὴν ἀθυμίαν καὶ τὸν φόβον τῶν στρατιωτῶν ἡ διήγησις τοῦ τρομεροῦ δυστυχήματος, τὸ ὁποῖον ἔπαθον οἱ ἐκστρατεύσαντες, καὶ τὸ ὁποῖον διηγούμενοι μόνοι των οἱ διασωθέντες, τὸ ἀποκατέστηνον ἐλεεινότερον καὶ αἰσθαντικωτέρας λύπης καὶ φόβου πρόξενον.
Ἐφάνη τελευταῖον ἡ ἡμέρα, ἡ ὁποῖα τόσον ἐπιθυμητοτέρα ἦτον εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὅσον ἔμελλε νὰ διασκεδάσῃ τὸ τρομερὸν κακὸν τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀταξίας. Οἱ Τοῦρκοι ἐπέστρεψαν εἰς τὰς σκηνάς των, ἀφήσαντες μόνον μερικοὺς εἰς τὸ μοναστήριον. Ὁ Γιαννούσης θέλων νὰ ἐμψυχώσῃ ὁπωσοῦν τοὺς Ἕλληνας καὶ νὰ τοὺς ἀποτρέψῃ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς φυγῆς, τοὺς παρεκίνησε νὰ προσβάλωσι κατὰ τῶν εἰς τὸ μοναστήριον ἐχθρῶν· κινεῖται πρῶτος μὲ προθυμίαν καὶ τὸ παράδειγμά του ἐμψύχωσεν ἱκανούς. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως μὴ ἔχοντες, φαίνεται, σκοπὸν νὰ φυλάξωσι τὸ μοναστήριον, δὲν ἐπιάσθησαν εἰς μάχην, ἀλλ’ ἔφευγον πρὶν ἀκόμη πλησιάσωσιν οἱ Ἕλληνες. Μετὰ τοῦτο συνελθόντες οἱ ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοπέδου (ἐπειδὴ ὁ ἀρχιστράτηγος δὲν εἶχεν ἀκόμη φανῆ ἕως εἰς ἐκείνην τὴν στιγμὴν) καὶ ἔχοντες ἀκόμη κἄποιαν ἐλπίδα, ὅτι ἠμποροῦσε νὰ συνέλθῃ εἰς αὐτὸ τὸ στρατόπεδον, ἐσκέπτοντο πῶς νὰ διαθέσωσι τὰ πράγματα. Ἀπεφάσισαν δὲ νὰ τοποθετη-