ὀφθαλμῶν, εἰμὴ τὴν ἰδίαν του σωτηρίαν, καὶ κρίνων ἀπὸ τὸ αἴσθημα, τὸ ὁποῖον ἐκυρίευε τὴν καρδίαν του, δὲν ἐμπιστεύετο εἰς ἄλλον· ἐστέλλετο κανεὶς εἰς σκοπιάν; ἐνόμιζεν ὅτι οἱ λοιποὶ τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγον, ἢ ὅτι θέλουν τὸν ἀφήσει, καὶ οὔτε αὐτὸς ἐκτελοῦσεν ὡς ἔπρεπε τὸ χρέος του, οὔτε οἱ λοιποὶ ἠδύνατο νὰ ἐμπιστευθῶσι. Θόρυβος καὶ ἀταξία μεγίστη ἐκυρίευε καθ’ ὅλον τὸ στρατόπεδον καὶ ἔφευγον, ὅλοι μὲ βίαν πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ τὸν Φαληρέα. Οἱ πλησιέστεροι ἐκ τῶν ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἐννοήσει τὴν ἀναχώρησιν καὶ ἦσαν ἕτοιμοι, μόλις εἶδον τοὺς Ἕλληνας ἀναχωρήσαντας, ἐμβαίνουν εἰς τοὺς ἐγκαταλειφθέντας προμαχῶνας καὶ βάλλουσι φωτίαν εἰς τὰς καλύβας διὰ νὰ δώσωσιν εὐκολώτερον καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς Τούρκους τὴν εἴδησιν τῆς φυγῆς.
Ὅσοι ἦσαν τοποθετημένοι πλησιέστερον τῶν ἐχθρῶν, φεύγοντες πρὸς τὴν θάλασσαν, εὕρισκον ἐρήμους τοὺς προμαχῶνας, ὅθεν διέβαινον, ἐνῷ οἱ φυλάττοντες αὐτοὺς Ἕλληνες ἦσαν εἰς χρέος νὰ τοὺς περιμείνωσι, νὰ ἑνωθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ καὶ οὕτω ν’ ἀναχωρήσωσι. Τοῦτο αὔξησε τὴν δυσπιστίαν καὶ τὴν ταραχήν· ὅ,τι ὅμως τὴν ἐκορύφωσεν ἦτον, ὅτι ἐλθόντες εἰς τὰ ὀχυρώματα, εἰς τὰ ὁποῖα εἶχον ἀποφασίσει νὰ τοποθετηθῶσι, δὲν εὕρισκον ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὰ ἐφύλαττον· ὥστε ἂν οἱ Τοῦρκοι ἐγνώριζον τὴν κατάστασιν τῶν φευγόντων καὶ ἤθελον τοὺς καταδιώξει μὲ ὀλιγώτερον φόβον καὶ συστολήν, ἤθελον τοὺς προξενήσει σημαντικωτάτην ζημίαν. Τόσον μέγας ἦτον ὁ φόβος, ὅστις ἐκυρίευσε τὸ στρατόπεδον, ὥστε ἡ ἐμπροσθοφυλακή, ἢ κάλλιον οἱ φεύγοντες πρῶτοι, ἀπαντήσαντες ἓν ποίμνιον ἐνόμισαν ὅτι ἦτον ἐχθρικὸν ἱππικόν, καὶ ὀπισθοδρομήσαντες διέδωκαν τὴν εἴδησιν ταύτην εἰς τοὺς ἀκολουθοῦντας, ὥστε ἂν δὲν ἤθελον ἔβγει ὁγλίγωρα ἀπὸ τὴν ἀπάτην, πολὺ μέρος τοῦ στρατεύματος ἤθελε ῥιφθῆ εἰς τὴν θάλασσαν.
Ἔφθασαν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἦτον τοποθετημένον τὸ ἱππικόν, ἀλλ’ ἐπειδὴ οὐδ’ αὐτοῦ δὲν ἐστάθησαν, ἀλλ’ ἔφευγον μὲ τὴν ἰδίαν ἀταξίαν, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἱππικοῦ ἠναγκάσθη νὰ συνακολουθήσῃ, εἰς τὴν φυγήν, ἀφήσας ὅλας τὰς σκηνὰς καὶ πολλὰς ἀποσκευὰς τοῦ ἱππικοῦ. Ἐπειδὴ δὲ ἡ διάβασις ἔμελε νὰ γένῃ ἀπὸ μίαν ξυλίνην γέφυραν, οἱ ἱππεῖς θέλοντες νὰ προλάβωσι διὰ νὰ μὴν τύχῃ καὶ τὴν πιάσωσιν οἱ ἐχθροὶ καὶ ἑπομένως βλαφθῶσι, μὴ οὔσης ἄλλης διαβάσεως δι’ αὐτούς, ἐτάχυνον τὸν δρόμον των. Τοῦτο ἔδωκεν αἰτίαν εἰς τοὺς πεζοὺς νὰ τρέχωσι μ’ ὅλας τὰς δυνάμεις των διὰ νὰ μὴν μείνωσιν ὀπίσω καὶ ηὔξησαν εἰς τὸν ἀνώτατον βαθμὸν τὸν θόρυβον. Ἐλεεινὸν θέαμα! Ἐκεῖνοι οἵτινες διέβησαν τὴν νύκτα διὰ μέσου τοῦ στρατοπέδου τοῦ Ὁμὲρ πασᾶ εἰς Δίστομον, προξενήσαντες θάμβος καὶ ἔκστασιν εἰς τοὺς ἐχθρούς, ἐκεῖνοι οἵτινες ἐπέπεσον τὴν νύκτα εἰς τὸ στρατόπεδον τὸ πολιορκοῦν τὸ