Ἴσως δὲν ἤθελε γένει τόσον σηματικὴ ζημία εἰς τοὺς Ἕλληνας, ἐὰν ἅμα συνεκροτήθη ἡ μάχη εἰς τοῦτο τὸ μέρος, οἱ εἰς Κερατζίνι ἤθελον ἐφορμήσει κατὰ τῶν ἀντικρύ των τοποθετημένων ἐχθρῶν, καθὼς ἦτον τὸ σχέδιον τοῦ Καραϊσκάκη· ἀλλ’ εἰς τὸ συμβούλιον, τὸ ὁποῖον προανεφέραμεν, δὲν ἐνεκρίθη νὰ γένῃ ἀπὸ τοῦτο τὸ μέρος κίνημα. Μ’ ὅλον τοῦτο, ἐνῷ συνεκροτεῖτο ἡ μάχη, εἰς τὸ πέραν μέρος τινὲς τῶν ἀξιωματικῶν ἐκ τῶν τοῦ σώματος τοῦ Καραϊσκάκη, βλέποντες διάφορα σώματα Τούρκων ἀποκοπτόμενα ἀπὸ τὰ πλησίον ὀχυρώματα καὶ μεταβαίνοντα εἰς τὸν τόπον τῆς μάχης, ἐπρόβαλον νὰ γένῃ καὶ ἀπὸ μέρους των κίνημα κατὰ τῶν ἐχθρῶν, τοὐλάχιστον ὅσον νὰ τοὺς ἐμποδίσωσι τοῦ νὰ δώσωσι βοήθειαν εἰς τοὺς μαχομένους· ἀλλ’ ὁ Γιαννούσης ἐπρότεινε νὰ μὴν κάμωσι κᾀνὲν κίνημα ἕως νὰ γένῃ μισῆς ἢ καὶ μιᾶς ὥρας μάχη εἰς τὸ πέραν μέρος, καὶ τότε νὰ ἐφορμήσωσι ἐδῶθεν διὰ νὰ κάμωσι λαμπρότερον ἔργον κάμνοντες ἀντιπερισπασμὸν εἰς τὸν ἐχθρόν. Τὸ πρόβλημα τοῦτο εἰσηκούσθη χωρὶς δυσκολίαν, διότι ἐφαίνετο εὔλογον καὶ διότι ὅλοι ἐσέβοντο τὸν Γιαννούσην (καθὼς καὶ ὁ ἴδιος Καραϊσκάκης) διὰ τὴν ἀνδρίαν καὶ πολεμικὴν ἐμπειρίαν του· ἀλλ’ ἕως οὗ νά κινηθῶσιν οὗτοι, εἰς τὸ ἀντικρὺ μέρος ἄλλοι μὲν εἶχον ἤδη κατακοπῇ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, οἱ δὲ λοιποὶ τραπέντες εἰς φυγὴν κατεδιώκοντο.
Διὰ τὴν ἀποτυχίαν ταύτην καὶ διὰ τὴν τρομερωτάτην σφαγὴν ὅλον τὸ στρατόπεδον ἔπεσεν εἰς μεγίστην ἀθυμίαν· ὁ δὲ γενικὸς κανονιοβολισμὸς τῶν ἐχθρῶν ἀποκατέστησε ζωηροτέραν τὴν λύπην καὶ τὸν φόβον δεινότερον, ὥστε μόλις ἔπαυσεν ἡ μάχη καὶ ὁ Ἰωάννης Θ. Κολοκοτρώνης, οἱ Πετμεζαῖοι καὶ ὁ Σισίνης ἐμήνυσαν εἰς τὴν ἐπιτροπὴν τοῦ σώματος τοῦ Καραϊσκάκη διὰ νὰ στείλωσι στράτευμα νὰ πιάσῃ τὰς ὁποίας αὐτοὶ κατεῖχον θέσεις, διότι δὲν ἠμποροῦν νὰ κρατήσωσι τοὺς στρατιώτας των, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἄλλοι μὲν ἤρχισαν ἤδη νά φεύγωσι κρυφίως, ἄλλοι δὲ ζητοῦν φανερὰ τὴν φυγήν.
Ἡ ἐπιτροπὴ αὕτη προσκαλέσασα καὶ ὅλους τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατοπέδου ἔκαμε σύσκεψιν περὶ τοῦ πρακτέου καὶ εὑρέθη εὔλογον νά συσφίξωσι τὸ στρατόπεδον καταβαίνοντες πάλιν εἰς τὰς πρώτας θέσεις των καὶ νά φυλάξωσι τὴν σειρὰν τῶν ὀχυρωμάτων ἀπὸ Κερατζίνι ἕως Φαληρέα. Διὰ νὰ μὴ λάβῃ δὲ ὁ ἐχθρὸς εἴδησιν καὶ προξενήσῃ τινὰ βλάβην, ἡ μετάβασις ἀπεφασίσθη νὰ γένῃ τὴν νύκτα μ’ ὅλην τὴν ἀπαιτουμένην μυστικότητα καὶ φρόνησιν. Ὅσον ἀναγκαιοτέρα ἐνομίζετο ἡ μυστικότης, τόσον ὀλιγώτερον τὴν ἐφύλαξαν οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν ὥραν τῆς μεταβάσεως. Ἀπὸ τὰς συνομιλίας, ἀπὸ τὸν κτύπον τῶν κανοναμαξῶν καὶ ἀπὸ τὴν ἀπροσεξίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐκτελοῦσαν τὰ διαταττόμενα, ἐννόησεν ὁ ἐχθρὸς τὴν φυγὴν των.
Εἷς τὴν ὥραν ταύτην κᾀνεὶς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας δὲν εἶχεν ἄλλο πρὸ