εἰς τοὺς ἐχθροὺς καὶ εἰς τόσην ἀθυμίαν καὶ δειλίαν ἐφαίνοντο βυθισμένοι, ὥστε ὀλίγη προσβολή, ὡς πολλοὶ ἐσυμπέραινον, ἤθελε τοὺς τρέψει εἰς φυγὴν καὶ οἱ Ἕλληνες ἤθελον δυνηθῆ νὰ φθάσωσιν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἀλλ’ ὁ Καραϊσκάκης δὲν ἐνέκρινε νὰ ἐπεκτείνῃ περισσότερον τὴν νίκην του, φοβούμενος ἴσως τὴν ἀπροσχεδίαστον ἐξάπλωση τοῦ στρατοπέδου. Ἡ ἡμέρα ἐκείνῃ ὑπῆρξεν ἡμέρα πανηγύρεως διὰ τοὺς Ἕλληνας· διὸ συγχρόνως μὲ τοὺς πολεμοῦντας ἐπυροβόλουν καὶ ὅλοι οἱ λοιποί, καθὼς καὶ οἱ πολιορκούμενοι εἰς τὸ φρούριον, ἐξηγοῦντες μὲ τοῦτο τὴν εὐχαρίστησίν των εἰς τὰ γενόμενα.
Ὀλίγας ὥρας μετὰ τὴν μάχην ταύτην ἔφθασαν εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ τὰ εἰς Μέγαρα διατρίβοντα Σουλιώτικα σώματα, τὰ ὁποῖα ἐτοποθέτησεν ὁ ἀρχηγὸς εἰς ἓν ἀπὸ τὰ κατ’ ἐκείνῃ τὴν ἡμέραν κυριευθέντα ἐχθρικὰ ὀχυρώματα. Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν σωμάτων τούτων, καὶ πρὸ πάντων ὁ Κώστας Μπότζαρης, ἐπροσπάθησαν νὰ δείξωσιν εἰς τὸν Καραϊσκάκην, ὅτι γνωρίζουσι τὴν φρόνησιν καὶ ἐμπειρίαν του καὶ ὅτι τὸν σέβονται διὰ ταῦτα καὶ εὐχαρίστως δέχονται νὰ ὑπηρετήσωσι τὴν πατρίδα ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του. Ὁ δὲ Καραϊσκάκης ἀποκριθεὶς μετριοφρόνως καὶ ἀποδώσας τὴν αἰτίαν τῆς μεταξύ των διαφωνίας εἰς τὰ ἀφεύκτως ἐπακολουθοῦντα τὴν ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν λάθη, τοὺς ἐπαρακάλεσε νὰ ἦναι πρόθυμοι εἰς τὸν μέλλοντα ἀγῶνα καὶ νὰ συνεργασθῶσιν ὡς ἀδελφοὶ μὲ ὁμόνοιαν καὶ καθαρότητα καρδίας.
Ὁ Καραϊσκάκης, ἀφ’ οὗ ἐτοποθετήθη εἰς τὸ Παλαιόκαστρον, τὸ ὁποῖον αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐξουσίασεν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἀφ’ οὗ διώρισε καὶ εἰς τὰ λοιπὰ ὀχυρώματα τὰς ἀναγκαίους φυλακάς, ἐκάλεσε τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατοπέδου διὰ νὰ σκεφθῇ μετ’ αὐτῶν ποῖον μέτρον ἔπρεπε νὰ μεταχειρισθῶσι διὰ νὰ βιάσωσι τοὺς ἀποκλεισθέντας εἰς τὸ μοναστήριον νὰ παραδοθῶσι ταχύτερον. Ἐνεκρίθη δὲ νὰ μεταχειρισθῶσι καλήτερον μέσα συμβιβαστικά, μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ ὅτι κατορθώνεται συντομώτερον δι’ αὐτῶν ἡ ἀναχώρησις τῶν ἐχθρῶν, τὸ ὁποῖον ἐπεθύμει καθ’ ὑπερβολὴν ὁ Καραϊσκάκης, διὰ νὰ δυνηθῇ, ἀπαλλαττόμενος ἀπὸ τὰς πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος ἐνασχολήσεις, νὰ προοδεύσῃ εἰς τὸ ὑπὲρ τῆς Ἀκροπόλεως σχέδιόν του. Ὁ Καραϊσκάκης ἐπρότεινε νὰ κοινοποιηθῇ ἡ γνώμη αὕτη καὶ εἰς τὸν Κόχραν καὶ μάλιστα εἰς αὐτὸν ν’ ἀφιερώσωσι τὸ νὰ κάμῃ εἰς τοὺς ἀποκλεισμένους τὸ πρόβλημα τοῦ ν’ ἀναχωρήσωσι μ’ ὁποίας συνθήκας ἤθελον εὐαρεστηθῇ, διότι, εἶπε, δὲν ἔχουν οἱ Τοῦρκοι πρὸς αὐτὸν τὴν ὁποίαν ἔχουν πρὸς τοὺς Ἕλληνας καταφρόνησιν.
Κατὰ συνέπειαν τούτων ὁ Κόχραν ἔπεμψεν ἀμέσως εἰς τοὺς πολιορκου- μίαν λέμβον διὰ νὰ τοὺς προβάλῃ νὰ παραδοθῶσι· ἀλλὰ μόλις ἐφάνη πλησιάζουσα πρὸς τὸ μοναστήριον ἡ λέμβος, καὶ οἱ πολιορκούμενοι ἐπυροβό-