Σελίδα:Η Βάρβιτος.pdf/69

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
—61—


Ἀνὰ τὴν Αἴγυπτον γλαυκοτάτων
Πόντος ἐστρώθη εὐρὺς ὑδάτων·
Πλὴν μὴν διῆλθε, κ’ ἀντὶ θαλάσσης
Νὲ νησιζούσας φαιδρὰς ὀάσεις,
Τὸ ὄμμα βλέπει τοῦ ὁδοιπόρου
Πληθὺν βορβόρου.

Τὸ σαθρὸν κράτος ὁ ὑπερείδων
Κίων κατέπεσες, Ὀσμανλίδων
Ὁ τελευταῖος· εἰς ἀπολέμων
Ὄχλον σὺ μόνος τὰς τῶν πολέμων
Δεινὰς ἐγνώριζες κυβιστήσεις,
Δεινὰς ὀρχήσεις.

Τὸ κακὸν μέγας, τὸ καλὸν στεῖρος,
Δειλὸς δὲν ἤσουν, δὲν ἤσουν ἥρως.
Ἐντὸς τοῦ στήθους σου τοῦ βαρβάρου
Μαλερὸν ἔκαιε πῦρ Ταρτάρου,
Ναί! ὡς ἐκεῖνο τὸ τῆς γεέννης,
Ὅπου θὰ μένῃς!

Ἐκεῖ τὸ μαῦρον σκότος, τὰς γλώσσας
Τοῦ πυρὸς ὅταν ἰδῇς, τὰς τόσας
Ὅταν ἀκούσῃς βοὰς τοῦ θρήνου,
Νὰ μὴ θυμώσῃς! τοῦ Ναβαρίνου
Δὲν εἶν’ αἱ φλόγες, οὐδὲ ὁ θρῆνος,
Τοῦρκε! ἐκεῖνος.