Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΚΩΝΣΤ. Φ. ΣΚΟΚΟΥ
κει ὁ Ἀνακρέων. Ἔχει τὸν λόγον ἡ κυρὰ Μιχάλαινα, ἡ οἰκοδέσποινα ἥτις συνταράσσεται ὠργισμένη.
—Τὸν κασσίδη! ἀνακράζει· κ’ ἔκανε καὶ τὸν καμπόσο!… συναλλάγματα μοῦ εἶχε ὁ κύριος!… πᾶνε καὶ ᾑ 17 δραχμαὶς ποῦ μοῦ χρωστᾷ… Μ’ ἄφησε δὰ τὰ κουρέλια του ἀμανάτι!…
—Ξεμυαλισμένος ἄνθρωπος! λέγει ἀποφθεγματικῶς ἐκ τῆς θύρας του ὁ μπακάλης.
—Καὶ πῶς τὸν ἔλεγαν, κυρά, τὸ νοικάρη σου; ἐρωτᾷ ἡ γειτόνισσα κυρὰ Σταυρούλα.
—Σἅματις ξέρω καλά;… Ἕνα παράξενο ὄνομα… Καλαναπάθη, θαρρῶ, τὸν ἔλεγα.
Οἱ παρεστῶτες καγχάζουσιν.
—Καλαναπάθη;… λέγει ἡ κυρὰ Σταυρούλα ἡ ἔχουσα ἀνεγνωρισμένον τὸ προνόμιον τῆς εὐφυΐας ἐν τῇ συνοικίᾳ, καλὰ νὰ πάθῃ λοιπόν!…
ΧΑΡ. ΑΝΝΙΝΟΣ
48