—Ναί… τί ἀγαπᾶτε, παρακαλῶ;
—Ὁρίστε κάτω.
Ὁ κ. Ἀνακρέων ἐνδυόμενος ἐν σπουδῇ κατέρχεται ὠχρὸς καὶ τεταραγμένος, ἐνῷ εἰς τὴν ὁδὸν ἀνοίγονται ὅσα παράθυρα ἔχουσι μείνει τυχὸν κεκλεισμένα καὶ ἐξ αὐτῶν προβαίνουσιν οἱ γείτονες.
—Εἶμαι δικαστικὸς κλητήρ, λέγει ὁ ἄγνωστος ἐκ τοῦ συστάδην πρὸς τὸν ἀτυχῆ Ἀνακρέοντα καταβάντα, καὶ ἦλθα νὰ ἐκτελέσω μίαν ἀπόφασιν.
—Μά… τί ἀπόφασιν; ἐρωτᾷ ὁ Ἀνακρέων πελιδνὸς καὶ τραυλίζων.
—Ἕνα συνάλλαγμα 65 δραχμάς… μὲ τὰ ἔξοδα εἶνε 84.95.
—Ἄ!… ἀναβοᾷ ὁ Ἀνακρέων ἀπεγνωσμένος.
—Ἔχεις νὰ πληρώσῃς; ἐρωτᾷ ἀποτόμως ὁ κλητήρ.
—Ὄχι… ἀλλὰ μίαν μικρὰν προθεσμίαν…
—Δὲν ἔχει προθεσμίαν· ἢ νὰ πληρώσῃς ἢ νὰ ἔλθῃς μαζί μου.
—Ποῦ;…
—Εἰς τοῦ Τριγγέτα!…
Εἰς τοῦ Τριγγέτα!… εἰς τὰς φυλακάς!… Ἀπὸ τῶν Παρισίων εἰς τοῦ Τριγγέτα! ἡ ἀπόστασις ὁμολογουμένως ἦτο ἀρκετὰ μεγάλη!…
—Μὰ πῶς! ἔτσι καλὰ καὶ σώνει στὴ φυλακή;… ἀναφωνεῖ ὁ Ἀνακρέων ἔξαλλος· δὲν περιμένετε τοὐλάχιστον μιὰ ἡμέρα, δυὸ ἡμέραις!…
—Ἔλα τώρα, μὴν κάνουμε ταβατούρια! ἀπαντᾷ ὁ ἀδυσώπητος κλητὴρ αὐθαδῶς· ἔλα μὲ τὸ καλό, ἢ ἀλλέως, κύτταξε! ἔχω τὸν κλητῆρα μαζί μου.
Τί ποιητέον; ὁ κ. Ἀνακρέων περιστρέφει τὸ βλέμμα καὶ δὲν βλέπει οὐδαμόθεν βοήθειαν. Βλέπει μόνον τὴν κόρην τοῦ μπακάλη εἰς τὸ παράθυρον μειδιῶσαν χαιρεκάκως.
Καταβεβλημένος, ἄπελπις, πείθεται καὶ ἀκολουθεῖ τὸν κλητῆρα μὲ βῆμα ἀσταθές, ἐνῷ ἐξόπισθεν τῆς συνοδίας τρέχει καὶ σκιρτᾷ σμῆνος παίδων.
Ἐν τοσούτῳ ἡ σκηνὴ ἐφελκύει τὴν προσοχὴν τῶν γειτόνων καὶ ὅμιλος συγκροτεῖται παρὰ τὴν θύραν τῆς οἰκίας ἔνθα κατῴ-