Ὅτε εἴμεθα βάρβαροι εἰσέτι, καὶ δὲν κατελαμβάνομεν ὅτι οἱ πόδες μας πρέπει νὰ φέρωσι κάλους ὅπως φαίνωνται ὅτι ἔχουσι κάλλη, καὶ ἡ ὀσφὺς τῶν ἁβροσώμων νεανίδων μας νὰ ᾖ ξηρὰ ὡς σανὶς ὅπως φαίνηται δακτυλιδένια, ἐκτὸς τῶν ἄλλων τῆς βαρβαρότητος συμπτωμάτων εἴχομεν καὶ τὴν μητρικὴν στοργήν, μεθ’ ἧς αἱ ἑλληνίδες μητέρες ἐπότιζον τὰ ἄνθη τῆς καρδίας των καὶ ἔβλεπον αὐτὰ θάλλοντα ἀκμαῖα καὶ εὔχροα. Καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ πράξωσιν ἄλλως· τὰ ἁγνὰ αὐτῶν στήθη πολὺ πρὸ τοῦ γάλακτος παρῆγον φυσιολογικῶς τὴν στοργὴν· τὸ ἰδεῶδες τῆς εὐδαιμονίας ἀπετελεῖτο δι’ αὐτὰς ὑπὸ ζωηρῶν βοστρυχωδῶν κεφαλῶν καὶ μειδιαμάτων χερουβεὶμ καὶ παχουλῶν βραχιόνων σπαρταρώντων ὡς διὰ νὰ πετάξωσι· πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ τρελλαίνωνται διὰ τὰς στρογγυλοπροσώπους καὶ ῥοδοπαρείους μικροσκοπικὰς ἐκείνας ὑπάρξεις ἃς ὁ
Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1886).djvu/49
Εμφάνιση