Κοργιοί, κουνούπια, σκνῖπες, ψύλλοι καὶ μερμήγκοι,
Νά σε τσιμποῦν φρικτὰ καὶ νά σε διαολίζουν,
Ἡ βρῶμα νά σε πνίγῃ μέσα ’στὸ λαρύγγι,
Τὰ οὐρητήρια νά σε ἁρωματίζουν,
Ἡ ζέστη νά σε λυώνῃ ’σὰν τὸ ἁγιοκέρι,
Αὐτὸ θὰ ’πῇ μὲσ’ ’ς τὴν Ἀθήνα καλοκαῖρι!
Νὰ πελαγῶνῃς εἰς τὸ δρόμο ἀπ’ τὴ σκόνη,
Λίγο ἀγέρι σὰν φυσᾷ, νά σε στραβόνῃ·
’Στὴ λάσπη νὰ βαπτίζεσαι, σὲ κάθε βῆμα,
Νὰ χάσκῃ ἐμπρός σου κ’ ἕνας λάκκος, λὲς ’σὰν μνῆμα,
Νὰ πέφτῃς καὶ νὰ σπᾷς τὸ πόδι σου, τὸ χέρι,
Αὐτὸ θὰ ’πῇ μέσ’ ’ς τὴν Ἀθήνα καλοκαῖρι!
Σβυστὰ φανάρια, ἤγουν γκὰζ μὲ τὰ λουμίνια,
Κοτρώνια μὲσ’ ’στοὺς δρόμους, ξύλα, κόπρια, κοφίνια
Κλητῆρες, βρώμαις, λωποδύταις, ἀστυνόμοι,
Ἀπόπατοι χυμένοι ’δὼ κ’ ἐκεῖ ἀκόμη,
Ἀρρώστια ὅπου κι’ ἂν σταθῇς σ’ ’ὅλα τὰ μέρη,
Αὐτὸ θὰ ’πῇ μέσ’ ’ς τὴν Ἀθήνα καλοκαῖρι!