Σελίδα:Εστία Αριθμός 658.djvu/10

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
506
ΕΣΤΙΑ

κειμένου σκοποῦ, ἐφαίνετο ὑπολογίζων τὴν ἀπόστασιν καὶ τὴν δυσκολίαν.

Ὁ Γερμανὸς Τρουγιὰρ προσεπάθησε ν’ ἀποτρέψῃ τὸ ποτήριον ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ πάτρωνός του. Τί! μήπως ἐπρόκειτο τώρα νὰ τεθῇ ἡ ὑποψηφιότης εἰς διαγωνισμὸν σκοποβολῆς; Καὶ διατί τάχα τότε νὰ μὴ προκηρυχθῇ ἀναρρίχησις ἐπὶ ἱστοῦ;

Ἀλλ’ ὁ Φουρνερὲλ ἥρπασε τὴν φράσιν καὶ μὲ τὴν στρατιωτικὴν του εὐφυΐαν προὐκάλεσε τὴν ἱλαρότητα τῶν κατοίκων τοῦ Δαμμαρί.

—Ἀλήθεια, εἶπε, διατί νὰ μὴ γίνῃ ἀναρρίχησις ἐπὶ ἱστοῦ, ἀφοῦ πρόκειται κἄτι νὰ κολλήσῃ!...

Προσβλέπων δὲ τὸν νεανίαν ζωγράφον:

—Τοῦ λόγου σου ὅμως τίποτε δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ πάρῃς ἀπὸ τὸν ἱστόν· εἶσαι πολὺ· χονδρός, παλληκάρι μου!

Ὁ Γκαρούς ἐννόει ὅτι ὤφειλε νὰ ὑπακούσῃ. Ἔλαβε τὴν καραβίναν διὰ κινήματος ἀποτόμου, τὴν ἐστήριξε ταχέως ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ σχεδὸν χωρὶς νὰ σκοπεύσῃ ἐπυροβόλησεν.

—Πολὺ δεξιά! εἶπεν ἀπαθῶς ὁ διευθύνων τὴν σκοποβολήν.

Ἡ σφαῖρα διῆλθε πολύ μακρὰν τοῦ ἐκ ναστοχάρτου σκοποῦ, στίζουσα τὸν τοῖχον ἀρκετὰ ὑψηλά, οἱ δὲ θεαταὶ οὐδὲν ἔλεγον ἀναμένοντες νέον δεῖγμα.

Ἡ δευτέρα βολὴ ἐπλησίασε περισσότερον εἰς τὸν σκοπόν.

—Καλλίτερα, ἀλλὰ πάντοτε δεξιά, ἐπανέλαβεν ὁ διευθυντής.

Ὁ Γκαροὺς ἀνεζήτει νὰ εἴπῃ εὐφυολόγημά τι διὰ νὰ διασώσῃ τὴν φιλοτιμίαν του, ὁ δὲ Τρουγιὰρ παρετήρει τὴν ἀπαθῆ ὄψιν τοῦ Βερδιέ.

—Αὐτὴν τὴν φορὰν σκοπεύσατε καλλίτερα, εἶπεν ὁ διευθυντὴς παραδίδων αὐτῷ τὸ ὅπλον, ὅπερ ὁ Γκαροὺς ᾐσθάνετο τὴν ἐπιθυμίαν νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψῃ ὀργίλως.

Ἡ σφαῖρα μόλις ἔψαυσε τὸ χαρτόνιον, πάντοτε πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ ἡ μικρὰ αὕτη ἐπιτυχία ἤρκεσεν ὅπως προκαλέσῃ ἐπιδοκιμαστικὸν ψίθυρον μεταξύ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Γκαρούς.

Αὐτὸς δὲ ὀρθούμενος καὶ περιστρέφων τὴν οὐλότριχα κεφαλήν:

—Σκοπεύω ὁπωςδήποτε ἀρκετὰ καλά, εἶπεν, ὥστε νὰ ρίψω νεαρὸν πάντα ὅστις ἤθελεν ἐπιχειρήσει τι κατὰ τῶν ἐλευθεριῶν τοῦ λαοῦ.

—Εὖγε! δόξα σοι ὁ Θεός!.. Αὐτὸ ἀρκεῖ! ἀνέκραξεν ὁ Τρσυγιάρ.

Ἡ χείρ του ἀνεζήτητε τὴν χεῖρα τοῦ Γκαρούς, πέριξ αὐτῶν δὲ συνεσπειροῦντο οἱ ὀπαδοί των ὡς νὰ ἐπρόκειτο ἤδη νὰ λάβωσι τὰ ὅπλα καὶ μετὰ μείζονος μάλιστα προθυμίας ἐσκέπτετο ὁ Δυκᾶς.

Πάντοτε ἀπαθὴς ὁ διευθυντὴς τοῦ σκοπευτηρίου προσέφερεν ἤδη τὴν καραβίναν πρὸς τὸν Βερδιέ.

—Ὑμεῖς, κύριε! εἶπεν.

—Ἐμπρός, κύριε ταγματάρχα! εἶπεν ὁ Φουρνερέλ. Ἐνθυμεῖσθε τὰ γυμνάσιά μας εἰς τὸ πολύγωνον τῆς Βαϋόννης; Εἴχετ’ ἕνα ’μάτι τότε!..

—Καὶ τὸ ἔχω ἀκόμη, ἀπήντησεν ὁ ταγματάρχης ἠρεμώτατα.

Ἔλαβε τὴν καραβίναν καὶ ἐπανειλημμένως, ἡσύχως, μὲ τὴν ἀπάθειαν ἐξ ἐπαγγέλματος κυνηγοῦ ἔβαλεν εἰς τὸ κέντρον τρίς, κατὰ σειρὰν ἀποστέλλων τὴν σφαῖραν εἰς τὸ μέλαν σημεῖον, ὡς νὰ μὴ εἶχεν οὐδὲ κατὰ γραμμὴν ἀποκλίνει τὸ ὅπλον, τὸ στηριζόμενον ἐπὶ τοῦ ἰσχνοῦ ὤμου του.

Μετὰ πᾶσαν δὲ βολὴν ἀντήχουν κραυγαὶ καὶ ἐπευφημίαι. Ὁ Φουρνερὲλ ἐξῇρε τὴν ἐπιτηδειότητα τοῦ ταγματάρχου μετὰ του ἐνθουσιασμοῦ ἀληθοῦς στρατιώτου ἑτοίμου νὰ θυσιασθῇ ὑπὲρ τοῦ ἀρχηγοῦ του. Οἱ θεαταὶ ἐχειροκρότουν. Ὁ ζωγράφος μειδιῶν σαρκαστικῶς παρετήρει τὸν Βερδιέ· ἀπὸ τὰ ἐκφράζοντα δὲ περιφρόνησιν χείλη τοῦ Γκαρούς ἐξῆλθε μία φράσις λεχθεῖσα ἀρκετὰ μὲν μεγαλοφώνως ὥστε νὰ τὴν ἐννοήσωσιν οἱ περὶ αὐτόν, ἀλλ' ἐνταυτῷ καὶ ἀρκετὰ σιγὰ ἐκ φρονήσεως ὥστε νὰ μὴ τὴν ἀκούσῃ ὁ ταγματάρχης: Ἰκανότης παλῃοστρατιώτου!

Ὁ διευθυντὴς ἀφεῖλε τὸ χαρτόνιον ἀπὸ τοῦ σιδηροῦ πασσάλου, ἐφ’ οὐ ἐστηρίζετο καὶ τὸ ἐξήτασεν εἰς τὸ φῶς, θαυμάζων διὰ τὴν εὐστοχίαν. Ἐξαίσιον! Καμμία σφαῖρα δὲν εἶχε παρεκκλίνει οὐδὲ κατὰ τὸν ἑκατοστὸν του χιλιοστομέτρου. Οἵα ἐπιτυχία!

—Τέτοιοι εἶνε εἰς τὸ 5ον σύνταγμα τοῦ πυροβολικοῦ! ἀνέκραξεν ὁ Φουρνερὲλ γελῶν.

Ὁ Δυκᾶς βλέπων τὴν ἐντύπωσιν, ἣν προὐξένησεν εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ Δαμμαρὶ ἡ ἱκανότης τοῦ Βερδιὲ ἀκουσίως ἐποίει τῆν φιλοσοφικὴν σκέψιν πόσον «ὁ θρίαμβος τῆς ὑλικῆς ἰσχύος ἐπιδρᾷ ἐπὶ τοῦ πλήθους. » Ὁ ἀρτοποιός, ὅστις ἦτο ἐνταυτῷ καὶ ὑπολοχαγὸς τοῦ λόχου τῶν πυροσβεστῶν, προέτεινεν ἤδη νὰ ὀνομασθῇ ὁ Βερδιὲ ταγματάρχης ἐπίτιμος τῶν πυροσβεστῶν τοῦ δήμου. Ἡ σπάθη τοῦ στρατιωτικοῦ εἶχεν ἀκόμη ἐν Γαλλίᾳ γόητρον, τὸ ὁποῖον αὐτὸς ὁ ἴδιος Πὶττ δυσκόλως θ’ ἀπέκτα.

—Δὲν πιστεύω, εἶπεν ὁ διευθυντὴς ρίπτων εἰς τὴν κάλπην τὸ δελτίον τὸ φέρον τὸ ὄνομα καὶ τὸ ἐπώνυμον τοῦ ταγματάρχου—Ἀνσέλμος Βερδιέ—ὅτι κανεὶς ἄλλος θὰ ἔχῃ καλλίτερον δελτίον ἀπ’ αὐτό.

—Τότε λοιπόν, ἠρώτησε σκωπτικῶς ὁ Γερμανὸς Τρουγιάρ, τί θὰ κερδήσῃ; Τίποτε μαχαιροπῆρουνα ἀσημένια; Νόστιμον πράγμα! Καλὰ καὶ αὐτὰ διὰ τὸ νοικοκυριό!..