Σελίδα:Εστία Αριθμός 658.djvu/9

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
505
ΕΣΤΙΑ

ἠρώτησεν ἂν ἐμνησικάκει κατ’ αὐτοῦ διὰ τὴν πρώτην ἐν Σαλλὺ ἀψιμαχίαν.

—Ποσῶς, ἀπήντησε ψυχρῶς ὁ Βερδιέ. Καθεὶς ἐκτελεῖ τὸ οἰκεῖον αὐτῷ μέρος. Ἐγὼ πράττω τὸ καθῆκόν μου, σεῖς πράττετε τὸ ἔργον σας!

Ἡ ἀπάντησις ἐρρήθη μετ' εὐστοχίας, ἥτις ἤρεσε πολὺ εἰς τὸν Φουρνερὲλ καὶ δὲν ἀπήρεσεν Οὐδ’ εἰς αὐτὸν τὸν Δυκᾶν. Ὁ Γκαροὺς φρονίμως ποιῶν ἀπεκρίθη ὅτι δὲν ἐννόησεν. Ἄλλως τε ταῦτα πάντα, ἔλεγεν, ἦσαν τὸ προοίμιον μόνον του ἀγῶνος. Ὁ ταγματάρχης ἔπρεπε νὰ τὸ γνωρίζῃ ἐκ τῶν προτέρων· ὁ ἀγὼν ἔμελλε νὰ εἶνε ζωηρός, σφοδρός, βίαιος.

—Τόσον τὸ καλλίτερον! εἶπεν ὁ Βερδιέ.

Τοιαύτην εὐστάθειαν καὶ καρτερίαν ἐνέφαινον αἱ ἀπαντήσεις του, ὥστε ὁ Γκαρούς διελογίζετο μήπως ὁ ἀντίπαλός εἶχε μεταβληθῆ ἀπὸ τῆς προτεραίας. Ἐκτὸς ἂν τὸ κέντημα τοῦ Ἐγχέλυος εἶχεν ἐξερεθίσει τὸν στρατιωτικόν, ὅπως ἡ μικρὰ ἐρυθρὰ σημαία ἐξερεθίζει τὸν ταῦρον εἰς τὰς ταυρομαχίας. Τόσον τὸ καλλίτερον τότε! Σημεῖον ὅτι τὸ ἄρθρον ἔσχε τὸ ποθούμενον ἀποτέλεσμα.

Ὁ Γκαρούς δὲν συνωδεύετο ὅπως τὴν προτεραίαν παρὰ τοῦ Σαβουρὼ, ἀπομείναντος εἰς τὸ γραφεῖον τῆς συντάξεως τῆς ἐφημερίδος, ἀλλ’ εἶχε πέριξ αὐτοῦ τινας ἐγκαθέτους ὀπαδούς, ἐν οἷς ἐπρώτευε νεανίας τις εὔσωμος, χονδροειδὴς καί σκαιὸς, ἐπιδεικνύων ἐγγὺς τοῦ ὑποψηφίου τοῦ Ἐγχέλυος τὸ πάχος του, τὴν γενειοφόρον μορφήν του καὶ τὴν ἐξωγκωμένην κοιλίαν του. Ζωγραφίσκος παράφορος καὶ ἀνίκανος, πρεσβεύων τὸν σοσιαλισμὸν ἐν τῇ τέχνῃ, ἐπλήρου τὰ πανδοχεῖα τοῦ Βαρβιζὼν καὶ τὰ οἰνοπωλεῖα τῶν Παρισίων μὲ τὰς φωνάς του θορυβωδῶς καταφερόμενος καὶ μυκτηρίζων τούς συγχρόνους του ἐπιφανεῖς καλλιτέχνας. Ὁ Τρουγιάρ, ἀπόστολος τῆς ἀχρείας τέχνης, εὗρεν ἐν τῷ Γκαρούς τὸν ποθητὸν προστάτην, τὸν νομοθέτην, ὃν ὠνειροπόλει, τὸν πολιτικόν, ὅστις θὰ ἐφήρμοζε καὶ θὰ ἐκωδικοποίει ἐν ἀνάγκῃ τὰς θεωρίας, ἅς ὑπεστήριζεν αὐτός, ὁ Γερμανὸς Τρουγιὰρ ἐντὸς τῶν ἐργαστηρίων τῶν ἀέργων ζωγράφων σπένδων μὲ ποτήρια ζύθου τὴν φρασεολογίαν τῶν τριόδων καὶ τὰς ἐπαναστατικὰς περὶ τῆς τέχνης του δημηγορίας.

Ὁ ὑποδεέστερος ἐκεῖνος καλλιτέχνης, ὁ ἐρεθιζόμενος κατὰ πάντων τῶν ὑπερόχων αὐτοῦ, προσεκολλᾶτο εἰς τὸν Γκαροὺς ὡς εἰς τὴν προσωποποίησιν τῆς μελλούσης αὐτοῦ ἱκανοποιήσεως. Προέβλεπε τὴν ἐνδεχομένην ἡμέραν, καθ' ἥν ὁ Γκαρούς θὰ καθίστατο ὑπουργὸς τῶν Ὠραίων Τεχνῶν, ὁπότε θὰ διέπρεπε καὶ τὸ τάλαντον αὐτοῦ, τὸν Τρουγιάρ. Ἐν Τοσούτῳ θὰ ἔγραφεν ἄρθρα καλλιτεχνικὰ εἰς τὸν Ἔγχελυν καὶθὰ τούς ἔδιδε νὰ καταλάβουν αὐτῶν τῶν ἐπιφανῶν ζωγράφων!.. Τί χαρά, ψυχή μου!..

Ὁ Τρουγιάρ παρετήρει ἐπισταμένως τὸν ταγματάρχην καί ἐσυλλογίζετο ὅτι μία γελοιογραφία τῆς μορφῆς του δημοσιευμένη εἰς τὸν Ἔγχελυν μὲ τὴν μεγάλην του ἐκείνην μύτην καὶ τὸ ὀξύ του ὑπογένειον θὰ ἐπετύγχανε πολύ. Ἐσκόπει νὰ μελετήσῃ βραδύτερον τὸ πρᾶγμα.

Ἐν τοσούτῳ προητοιμάζετο νὰ χλευάσῃ τὸν πυροβολητήν ἐκεῖνον, ὅστις ἤρχετο ἐκεῖ ἀφρόνως νὰ μετρηθῇ ἐκ νέου μετὰ τοῦ Γκαρούς. Καλὰ σου τὸν εἶχε διορθώσει τὸν πυροβολητὴν ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος Γκαρούς τὴν προηγουμένην ἡμέραν! Οἰκτρὰ εἶχε καταπέσει ὁ ταγματάρχης.

Ἀλλ’ ὁ Τρουγιὰρ καὶ ὁ προστάτης του ἀκουσίως προσέβλεψαν ἀλλήλους μὲ κἄποιαν δυσαρέσκειαν, ὅτε ὁ Φουρνερέλ, ὅστις εἶχε τὸ σχέδιόν του καὶ ἤθελε νὰ δείξῃ τὴν ὑπεροχὴν του ταγματάρχου του ἐπὶ παρουσίᾳ ὅλου τοῦ πλήθους, ἐπλησίασε τὸν διευθυντὴν τοῦ σκοπευτηρίου καὶ ἠρώτησε, συστρέφων ἅμα τὸν μύστακά του:

—Οἱ ὑποψήφιοι ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συναγωνισθοῦν, δὲν εἶν’ ἔτσι;

—Ἀκοῦς ἐκεῖ! εἶπεν ὁ διευθυντὴς κρατῶν εἰς τὰς χεῖράς του καραβίναν. Ὁ διαγωνισμὸς εἶνε προσιτὸς εἰς ὅλους!.. Γράφω τὸ ὄνομα τοῦ σκοπευτοῦ καὶ τὴν ἡμερομηνίαν εἰς ἔν δελτίον... Ἔπειτα τὸ ρίπτω εἰς ἔν κιβώτιον κλειστόν, βραδύτερον δὲ, ὅταν γίνεται ἡ ἄθροισις τῶν βαθμῶν, ὁρίζονται τὰ βραβεῖα. Εἶνε ἀπλούστατον!

—Ἄν ἔχετε ὄρεξιν, ταγματάρχα! προσέθηκε προσφέρων τὴν καραβίναν πρὸς τὸν Βερδιέ.

Καὶ ὁ ταγματάρχης ἔτεινεν ἤδη τὴν χεῖρα νὰ τὴν λάβῃ, ὅτε ὁ Φουρνερὲλ μὲ τὸ σκωπτικὸν ἐκεῖνο ὕφος τοῦ παλαιοῦ στρατιώτου ἐστράφη πρὸς τὸν Γκαρούς!

—Ὄχι, ὄχι!.. ἡ τιμὴ ἀνήκει πρῶτον εἰς τὸν ἀντίπαλον! Ἐμπρὸς σεῖς, πολῖτα Γκαρούς!

Ὁ Γκαρούς γενόμενος καταπόρφυρος προσέβλεψε τὸν Φουρνερὲλ μὲ ἦθος ἀμήχανον καὶ κἄπως σκαιόν· ἀλλ' ὁ πρώην πυροβολητὴς μὲ τὸ σαρκαστικόν του μειδίαμα, ἐδείκνυε τὴν καραβίναν, χαιρετίζων ταὐτοχρόνως μὲ σχῆμα στρατιωτικὸν τὸν ἐχθρὸν τοῦ ταγματάρχου.

—Ἐμπρός!... ἂς ἴδωμεν, πολῖτα!.... Ὑπακούσατε!...

Ὁ Γκαρούς περιέστρεφε κύκλω δύσθυμον βλέμμα ὑπὸ τὰς συνεσταλμένας ὀφρῦς του. Ἐμάντευε τὴν παγῖδα τοῦ Φουρνερὲλ καὶ δὲν ἠδύνατο εὐκόλως νὰ τὴν διαφύγῃ. Τὰ πρόσωπα τῶν παρεστώτων ἐδείκνυον ἤδη περιέργειαν καὶ χλεύην. Ὁ Βερδιὲ τὸν ἔβλεπεν ἀφελέστατα εἶτα προσηλῶν τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ μακρὰν