Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/69

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 63 —

Ἦτο γαλήνη ἐντελής· ἡ θάλασσα μάρμαρο, λάδι, ὅπως λέγουν οἱ θαλασσινοί· ἐμάγευεν ἡ θέα τοῦ ὁμαλοῦ ἐκείνου καθρέπτου, ὁποῦ ἐδείκνυεν ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ πυθμένος του, σὰν νὰ σοῦ ἔλεγε· «Ἐμπιστεύσου εἰς ἐμὲ ἀμέριμνος.» Καὶ τὰ κοχλίδια τ’ ἀσπρογάλαζα εἰς τὸ βάθος καὶ τὰ ψαράκια τὰ πολυειδῆ καὶ πολύχρωμα, ὅπου ἔτρεχαν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ μὲ χάρι, σχίζοντα τὰ διαμαντένια νερά, καὶ τὰ φύκη καὶ τὰ βρύα καὶ τὰ ζωόφυτα καὶ τὰ ὄστρακα, ὅλα ἦσαν μία χαρά, τὴν ὁποίαν οἱ ἐπιβάται τῆς βάρκας ἐξεδείλουν θορυβωδέστατα. Καὶ αὐτὸς ὁ Ἀντωνέλλος εἶχε γείνῃ, θαρρεῖς, νεώτερος.

Ἔφθασεν εἰς τὸ νησάκι, προσωρμίσθησαν εἰς μίαν ἀμμουδιὰν καὶ ὥρμησαν ὅλαι, ὡσὰν ἄτακτα παιδιὰ καὶ ἀνυπότακτα, ἀνὰ δύο, ἀνὰ τρεῖς, εἰς τοὺς βράχους. Ὁ Ἀντωνέλλος, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε καταλλήλως τὰ κουπιὰ καὶ ἔσυρε ὀλίγον ἔξω τὴν βάρκαν, ἀπομακρύνθη τελευταῖος.

Τί εὐμορφιὰ ἦτο ἐκείνη τριγύρω! Μέσα εἰς τὴν ἀσάλευτον γαλήνην, ὅλα ζωὴ καὶ λάμψις καὶ ἄρωμα. Θάλασσα καὶ οὐρανός, καθρέπτης διαφανής, ἀτελεύτητος· βαρκοῦλες ψαράδων ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, καὶ φωναὶ καὶ γέλωτες ἠχηροὶ πότε, πότε, οὓς ἐπανελάμβανεν ἡ ἠχὼ τῶν ἀπέναντι βράχων.

Ἔμειναν πολλὰς ὥρας εἰς τὸ νησάκι. Καὶ τί δὲν ἔκαμαν; Αἱ νεώτεραι, πηδῶσαι μὲ εὐστροφίαν κατσίκας, τὰ γλυστερὰ βράχια, εὔγαζαν πεταλίδες, ἀχινούς, καβούρους· ὁ Ἀντωνέλλος, ὁποῦ εἶχε τὸ καμάκι του, ἔπιασε δυὸ τρία χταποδάκια καὶ μὲ φωνές, μὲ γέλοια, μὲ τραγούδια, μὲ ἀδιάπτωτον εὐθυμίαν, ἐδιάλεξαν ἕνα ὡραῖο μέρος, μίαν γελαστὴν ἀμμουδιάν, ἅπλωσαν ἐκεῖ τὰ πολυποίκιλλα ὀρεκτικά τους καὶ ἐρρίφθησαν ἐπ’ αὐτῶν μὲ ὄρεξιν, μόνον εἰς τὰ νέα χρόνια γνωστήν.

Θὰ ἦσαν τρεῖς μετὰ μεσημβρίαν, ὅταν ἐφάνη ἕνα συννεφάκι ἐπάνω εἰς τὴν ἄκραν τῆς Τήνου· ὁ Ἀντωνέλλος