Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/68

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 62 —

ρας τὰς ἐξώδευε εἰς τὸ σπῆτι καὶ εἰς τὸ περιβόλι, τὸ ὁποῖον μετέβαλεν εἰς καράβι, διότι τὸ μὲν ἕνα μέρος, τὸ βορεινόν, ὠνόμαζε «πλώρην» τὸ δὲ ἄλλο, τὸ πρὸς τὸ σπῆτι, «πρύμη» καὶ τὴν μέσην, ὅπου ἦτο καὶ ἡ στέρνα τὴν ἐβάπτισεν «ἀμπάρι»· καὶ ἤκουες μὲ τὸ πλέον σοβαρὸν ὕφος νὰ σοῦ λέγῃ ὅτι κολοκυθάκια ἔχει ἡ πλώρη, ἀγγουράκια ἡ πρύμη καὶ μελιτζάνες τὸ ἀμπάρι. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἔλειπε, κάθε φορὰ ποῦ ἤρχετο ἡ «Μπέλλα», νὰ ζητῇ ἀπὸ τὸν γαμβρόν του ὅσα τοῦ ὤφειλε, τὴν διαφορὰν τοῦ λογαριασμοῦ των καὶ μάλιστα μὲ θυμόν, ἐνῷ ὁ γαμβρός του ἐγελοῦσε.

Ἀλλὰ ὁ καιρὸς ἔφευγε καὶ μαζῆ μ’ αὐτὸν ἔφευγε καὶ ὁ Ἀντωνέλλος. Κ’ ἔβλεπες ἕνα γεροντάκι κατάλευκο, κυρτωμένο, δραστήριο ὅμως πάντοτε. Ἦτο εὐτυχισμένος νὰ ἐργάζεται εἰς τὸ περιβόλι καὶ νὰ βλέπῃ τὴν ἀδελφήν του· χωρὶς ὅμως τὰ τὸ δείχνῃ, ἐζωογονεῖτο ὁσάκις ἤρχετο ἀπὸ ταξεῖδι ὁ γαμβρός του καὶ διότι τὸν ἀγαποῦσε πολύ, ἀλλὰ προπάντων διότι ἡ ἀδελφή του ἦτο πλέον εὐχαριστημένη τότε, τοῦ ἔκαμνε ὅμως πάντα τὸν θυμωμένον, τὸν δυσαρεστημένον καὶ μὲ πεῖσμα παιδιοῦ τοῦ ἐζητοῦσε τὰ ἑκατὸν τόσα τάλληρα, τὴν παλαιάν των διαφοράν.

Ἦτο μιὰ πρωϊνὴ τοῦ Ἰουλίου· ἀφ’ ἑσπέρας εἶχαν λάβῃ γράμμα ἀπὸ τὸν Καραγιάννην ὅτι ἡ «Μπέλλα», φθάσασα εἰς Μασσαλίαν μὲ φορτίον, θὰ ἤρχετο εἰς τὴν πατρίδα μετὰ τὴν ἐκφόρτωσν. Καὶ ἦσαν καταχαρούμενοι ὁ Ἀντωνέλλος καὶ ἡ ἀδελφή του· αὐτὴ μάλιστα εἶχε διοργανώσῃ μίαν ἐκδρομὴν εἰς τὸ νησάκι τοῦ Μπάου, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε μόλις ἕνα μῆλι ἀπὸ τὸ μεγάλο νησί. Καὶ εἶχαν συναχθῇ τὸ πρωῒ ἐκεῖνο ἓξ-ἑπτὰ κοράσια καὶ γυναῖκες, φίλαι τῆς Μπέλλας καὶ ὅλαι μαζῆ, σὲ μιὰ βάρκα μέσα, ἐκίνησαν κατὰ τὸ νησάκι. Εἰς τὸ τιμόνι ἐκάθητο ὁ Ἀντωνέλλος, τὰ κουπιὰ δὲ σιγὰ-σιγά, μὲ φωνές, γέλοια καὶ τραγούδια ἐτραβοῦσαν αἱ γυναῖκες ἀλληλοδιαδόχως.