Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/70

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 64 —

συνωφρυώθη καὶ χωρὶς νὰ χάνῃ καιρόν, παρώτρυνε τὰς γυναίκας νὰ φύγουν — Θά χωμε φουρτοῦνα γλήγοοα, ταὶς εἶπε· ἡ Τῆνο ἄρχισε νὰ καπελλώνῃ…

Καὶ πράγματι μετὰ ἕνα τέταρτον τῆς ὥρας ἡ Τῆνος ἐσκεπάσθη ἀπὸ γιγάντεια μεγαλοπρεπῆ λευκόφαια σύννεφαι φαινόμενα ἀκίνητα εἰς τὸν ὀφθαλμόν, σὰν ἀπολιθωμένο, ὄγκοι στρογγυλόσχημοι.

Συγχρόνως δέ, ἀεράκι, ἀδύνατο στὰς ἀρχάς, ἀνὰ πᾶσαν δὲ στιγμὴν ἰσχυρότερα πνέον, συνετάραξε τὸ κοιμώμενον σοιχεῖον, τὸν πρὸ ὀλίγων μόλις λεπτῶν ὁμαλώτατον καὶ λεῖον καθρέπτην…

— Γρήγορα στὴ βάρκα· ἐβροντοφώνησεν ὁ Ἀντωνέλλος· Καὶ αὐτοστιγμεὶ αἱ γυναῖκες ὅλαι, ὡς φοβισμένα πτηνά, ἐσωρεύθησαν εἰς τὴν ἀμμουδιὰν καὶ ἐρρίφθησαν εἰς τὴν βάρκαν μέσα.

Ἀπεμακρύνθησαν· ὁ Ἀντωνέλλος ἐκάθησε εἰς τὸ τιμόνι, δύο δὲ ἀπὸ τὰς ρωμαλεοτέρας γυναίκας, (γυναίκας ναυτῶν) ἔδραξαν τὰ κουπιά;

Ἀλλ’ ὁ βορρᾶς ἀπελύθη ἀκάθεκτος ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ πεδίου καὶ τὸ συνεκλόνισε· τὰ κύματα, μὲ τὰς κορυφὰς ἀφρισμένας, συνωθοῦντο ἀκατάσχετα καὶ μὲ φοβερὰν βοήν. Δὲν ἐθώπευον τώρα τὸ εὗπιστον ἐλαφρόξυλον μὲ τὸ δειλόν του φορτίον, ἀλλὰ τοῦ ἔπληττον τὰς πλευρὰς μὲ ἀγριότητα θηρίου καὶ τὸ ἐκύλιον ἀνηλεῶς καὶ τὸ ἐτίνασσεν ὡσὰν πτερὸν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, προσπαθοῦντα νὰ τ’ ἀνατρέψωσι. Καὶ ἦτο φόβος μὴ βυθισθῇ ἡ καϋμένη ἡ βαρκοῦλα· τὰ νερὰ τὴν κατέκλυζον ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον καὶ τόσον, ὁποῦ στεγνὸν μέρος ἐν αὐτῇ δὲν ὑπῆρχε· Αἰ γυναῖκες, φοβισμέναι, ἐκρατοῦντο ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ συνεσφίγγοντο. Ὁ Ἀντωνέλλος εἶχε πλησίον του τὴν ἀδελφήν του, τῆς ὁποίας οἱ πόδες ἦσαν διαρκῶς εἰς τὸ νερὸν καὶ ἥτις ἔτρεμεν ἀπὸ τὸ ψῦχος καὶ ἀπὸ τὸν φόβον.