Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/64

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 58 —

— Θέλω νὰ πῶ, Ἀντωνέλλο, πῶς γιὰ τὴν ἀδερφή σου εἶνε γαμπρὸς καί… καλός, μοῦ φαίνετ’ ἐμένα, εἶπεν ὁ καπετὰν Γιάννης τονίζων μίαν μίαν τὰς λέξεις.

Νὰ καλοϋπανδρεύσῃ τὴν ἀδελφήν του ὁ Ἀντωνέλλος δὲν ἤθελ’ εὐτυχίαν μεγαλειτέραν· ἦτο τὸ προσφιλέστερον του ὄνειρον· τοῦτο δὲ ἐπὶ πλέον, θὰ ἔλυε καὶ τὰ ἰδικά του δεσμά…

Τοῦ ἦλθε ὡσὰν ἐλαφρὰ σκοτοδίνη μία ἀλόκοτος φρικίασις… ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ μέτωπον, ὡς νὰ ἤθελε νὰ συγκεντρώσῃ τὰς σκέψεις του, αἵτινες ἔφευγον ἀνυπότακτοι.

Ἔρριψε τὰ βλέμματά του ἐπὶ τοῦ πλοιάρχου καὶ φίλου του, ὅστις τὸν παρετήρει μειδιῶν ἐλαφρῶς.

— Καπετὰν Γιάννη, ἐψιθύρισε, δὲ μοῦ μιλεῖς πιὸ καθαρά;

— Εἶνε πολὺς καιρὸς ποῦ συλλογοῦμε νὰ σοῦ κάμω μιὰ πρότασι.

— Ὡσὰν σφυρὶ ἐκτυποῦσε ἡ καρδιά τοῦ Ἀντωνέλλου. Ἐκινεῖτο ἐπὶ τοῦ καθίσματός του, δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ· δὲν ἤξευρε τί νὰ πῆ καὶ μὲ προθυμίαν θὰ ἐτρέπετο εἰς φυγήν, ἂν ἐμποροῦσε.

Ὁ Καραγιάννης ἐξηκολούθησε.

— Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν ἀδέρφια· γιατὶ νὰ βάνωμε ξένους στὰ μυστικά μας;

Ὁ Ἀντωνέλλος ᾐσθάνετο ὅτι ἵδρωνε.

— Τοὺς προξενητάδες καὶ τὴς προξενήτρες ἃς τοὺς στέλνουν ἄλλοι· ἐμεῖς καλλίτερα ἐξηγούμαστε μεταξύ μας, ἀλήθεια;

— Μὴ μὲ παιδεύῃς, καπτὰν Γιάννη, εἶπεν ὁ Ἀντωνέλλος μὲ φωνὴν τρέμουσαν ἐλαφρῶς· ξέρεις πόσο σὲ σέβομαι καὶ σ’ ἀγαπῶ…

Ὁ Καραγιάννης ἔβαλε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ Ἀντωνέλλου.

— Ἀδελφὲ Ἀντωνέλλο, εἶπε μὲ φωνὴν συγκεκινημέ-