Εἰς τὸν θάλαμον τῆς πρύμνης, παρὰ μικρὰν τετράγωνον τράπεζαν, ἐκάθηντο οἱ δύο φίλοι, ὁ πλοίαρχος μὲ τὸν βοηθόν του. Οὗτος ἡτοιμάζετο ν’ ἀνέλθῃ εἰς τὸ κατάστρωμα, ὅταν ὁ Καραγιάννης τὸν ἐκράτησε· εἰς τὸ πρόγευμα εἶχε πιῇ ἕνα ποτῆρι περισσότερον καὶ ἦτο εὔθυμος.
Ἔχω νὰ σοῦ μιλήσω, Ἀντωνέλλο, τοῦ εἶπε. Ὁ Ἀντωνέλλος ἐπανεκάθησε. Κάτι προεμάντευε, κάτι προῃσθάνετο καὶ ἡ καρδία του ἔπαλλε.
— Βρὲ ἀδελφέ, Ἀντωνέλλο, ἐγὼ βρίσκω πῶς εἶνε καιρὸς πλιὸ νὰ ἰδοῦμε καὶ μεῖς τί θὰ κάμωμε.
Ὁ Ἀντωνέλλος δὲν ἀπήντησε.
— Ὡς πότε θά μαστε λεύτεροι; ἐξηκολούθησεν ὁ Καραγιάννης.
Ὁ Ἀντωνέλλος ἐσιώπα.
— Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲ θέλω νὰ μοῦ κάνῃς τὸ βουβό, παράξενε.
— Τί θὲς νὰ σοῦ πῶ; εἶπε σιγά ὁ Ἀντωνέλλος.
— Νὰ μοῦ πῇς τὴ γνώμη σου· ἐγὼ δὲ θέλω πλιὸ νάμαι λεύτερος· μόνο βρίσκω σωστὸ νὰ κάμῃς ἐσὺ τὴν ἀρχή, σὰν πιὸ μεγάλος.
Οἱ παλμοὶ τῆς καρδίας τοῦ Ἀντωνέλλου ἐδιπλασιάσθησαν.
— Ἔχω τὴν ἀδερφή μου, καπτὰ Γιάννη.
— Καὶ ἐγὼ ἔχω τὴ δική μου· τί πειράζει; θὰ φροντίσωμε καὶ κατόπι.
Ὁ Ἀντωνέλλος ἐκίνησε τὴν κεφαλήν, χωρὶς ν’ ἀπαντήσῃ.
— Ἄκουσε, Ἀντωνέλλο, εἶπεν ὁ Καραγιάννης ἂν ἡ Μπέλλα πανδρευότανε, δὲ θ’ ἀρχότανε καὶ ἡ δική σου ἀράδα;
Ὁ Ἀντωνέλλος ἤκουε τώρα τοὺς παλμούς τῆς καρδίας του: τόσον ἦσαν σφοδροί!
— Τί θὲς νὰ πῇς; ἠρώτησε σιγανά.