Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/55

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 49 —

ὀνομάση καὶ ἥρωα! Τοὐλάχιστον εἰς ἐμὲ τοιοῦτος παρουσιάζεται καὶ ἐλπίζω, μετὰ τὴν διήγησιν, νὰ μὲ δικαιώσετε.

Καὶ ὁ ἰατρὸς ἐξηκολούθησε.

«Τὰ σπήτια μας ἦσαν κατάντικρυ, καὶ κάθε πρωΐ, μετὰ τὸν ὕπνο, τὸ πρῶτον πρόσωπον ὅπου ἔβλεπα ἦτο ὁ γέρω Ἀντωνέλλος. Θὰ ἤμην δέκα δώδεκα ἐτῶν παιδί, ἐκεῖνος δέ, ὑποθέτω, γέρος ἑβδομηντάρης. Ὑψηλός, ὀλίγον κυρτός, μὲ μουστάκια καὶ φρύδια πυκνά, μὲ γλυκὰ ὅμως, μαῦρα μάτια, ὅπου θαρρεῖς πῶς ἐγελοῦσαν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τραχύτητα τῶν λοιπῶν τοῦ προσώπου του χαρακτηριστικῶν.

Μοῦ ἔκαμνε μεγάλην ἐντύπωσιν ἡ ἐνεργητικότης του· ἦτο αἰωνίως εἰς κίνησιν, ἅπαξ μόνον τῆς ἡμέρας ἐκάθητο ν’ ἀνασάνῃ, εἰς τὸ κατώφλιον τῆς ἐξώθυρας, ἕως ἕνα τέταρτον τῆς ὥρας. Καὶ πάντοτ’ ἐνθυμοῦμαι τὴν ὥραν ἐκείνην τὴν ἀδελφήν του νὰ κάθεται εἰς τὸν καναπὲ καὶ νὰ πλέκῃ: Καὶ τὸν Ἀντωνέλλον νὰ ῥίπτῃ μιὰ ματιὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ μιὰ εἰς τὴν ἀδελφήν του, ἐνῷ ἐκρατοῦσε πάντοτε μιὰ μικρὴ ἀξίνη, ἢ κανένα χονδροψάλλιδο μὲ τὸ ὁποῖον ἐκαθάριζε τὰ δένδρα τοῦ κήπου των. Ἐπειδὴ τὸ σπίτι των ἀπ’ ὀπίσω εἶχεν ἕνα κῆπον ἀρκετὰ ἐκτεταμένον, ὁποῦ καὶ δι’ αὐτὸ ὠνομάσθη, ὀλίγον πτωχαλαζωνικῶς, νὰ εἰποῦμε τὴν ἀλήθειαν, «Μεγάλος Κῆπος». Τὸ ψαλλίδι καὶ ὁ Ἀντωνέλλος ἦσαν ἀχώριστοι. Καὶ ὅταν ἐκάθητο, τὸ ἐκρατοῦσε προτεταμένον καὶ ἀνοικτόν, ὡσὰν νὰ τοῦ ἔλεγε. — Ἡσύχασε καὶ θὰ σὲ μεταχειρισθῶ γρήγορα· δὲ θὰ σ’ ἀφήσω νὰ στενοχωρηθῇς.

Σχεδὸν ὅλην τὴν ἡμέραν ὁ Ἀντωνέλλος τὴν ἐξώδευε εἰς τὸ περιβόλι μέσα· τὸ ἀγαποῦσε μὲ πάθος, σὰν νὰ ἦτο ἐρωμένη. Νὰ σκάπτῃ, νὰ καθαρίζῃ, νὰ κλαδεύῃ, νὰ ποτίζῃ, ἦτο ἡ μόνη του ἐνασχόλησις· καὶ ὅλ’ αὐτὰ μόνος, ἢ σχεδὸν μόνος, διότι βοηθὸν εἶχε μόνον διὰ τὴν πιὸ χονδρὴν ἐργασίαν. Τὸν ἐμάλωνε συχνὰ ἡ ἀδελφή του, γιατὶ νὰ κουράζεται τόσον, ἀλλὰ δὲν τὴν ἄκουε, τὴν ἐμάλωνε δὲ καὶ αὐτὸς μὲ τὴν