Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/56

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 50 —

στερεότυπον φράσιν του. — «γύρευε τὴ δουλειά σου» τὴν ὁποίαν τῆς ἔρριπτε, θαρρεῖς, θυμωμένα, ἐνῷ τὰ μάτια του ἐγελοῦσαν· ἦτο μία εἰρηνικὴ λογομαχία, ἡ ὁποῖα ἐγαργάλιζε θωπευτικὰ τὴν ἀκοήν, ἀντὶ νὰ τὴν ἐνοχλῇ.

— Φθάνει σε, πλιό· ἔλα νὰ καθήσῃς, νὰ ξεκουραστῆς, (ἐκείνη).

— Γύρευε, τὴ δουλειά σου, (ἐκεῖνος) κ’ ἐπροσπαθοῦσε νὰ κάμῃ τὴν φωνήν του ὅσον τὸ δυνατὸν βαρυτέραν. Τὸ «καυγαδάκι» αὐτὸ τόσο τὸ εἶχα συνειθίσῃ, ὁποῦ τὸ ἐπερίμενα, διότι, ὅσον μικρὸς καὶ ἂν ἤμην, ᾐσθανόμην ὅτι αἱ ἐπιπληκτικαὶ λέξεις ἐκεῖναι, ἦσαν κάθε ἄλλο, παρὰ λέξεις θυμοῦ.

Καὶ πράγματι, ὅταν κατόπιν ἔμαθα τὴν ἱστορίαν του, εἶδα τί ἄνθρωπος ἦτο ὁ γέρω Ἀντωνέλλος, τὸ ἀεικίνητον αὐτὸ μυρμῆκι καὶ τὸν ἐζήλευσα.

Ἦτο δεκαπέντε ἐτῶν ὁ Ἀντωνέλλος ὅταν ἐγεννήθη ἡ Μπέλλα ἡ ἀδελφή του, ὅταν δὲ ὀλίγον κατόπιν ἀπέθαναν οἱ γονεῖς των, αὐτὸς ἦτο διὰ τὴν μικρὰν καὶ πατέρας καὶ μητέρα καὶ ἀδελφός, τόσον ὁποῦ ἡ χαδεμένη ἡ μικροῦλα δὲν ἐννόησε καμμίαν στέρησιν. Ἡ ἀγκάλη τοῦ Ἀντωνέλλου ἦτο τὸ πᾶν δι’ αὐτήν· καταφύγιον πολύτιμον, λιμὴν κλειστὸς ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη, ἀπρόσιτος εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀσφάλεια τελεία! Ὁ κόσμος ἂν ἐχαλοῦσε, ἡ Μπέλλα ἐκοιμᾶτο εἰς τὴν ἀδελφικὴν ἀγκάλην ἀτάραχος· μέσα εἰς αὐτὴν ἀνετράφη.

Ἀπὸ τὰ παιδικά του ὁ Ἀντωνέλλος ἦτο δακτυλοδεικτούμενος διὰ τὰς πολλάς του χάριτας. Ἀγαθός, ἥσυχος, ἐνεργητικώτατος, ἐβοηθοῦσε τὸν πατέρα του, κατόπιν τοὺς πλοιάρχους του εἰς τὴν θάλασσαν καὶ δὲν ἄργησε νὰ γείνῃ περιζήτητος, ὀνομαστός. Ὅλοι τόν ἤθελαν ὡς βοηθόν, ὡς δεύ-