Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/38

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 32 —

λήσωμε πιὸ καθαρά, ὑποψιάστηκε πῶς τὴ βραδειὰ ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔχανε τὸ γαμπρό.

Καὶ ἑτοιμάστηκε γιὰ τὴ μεγάλῃ μάχη. Ἐπῆρε τὰ μέτρα του ὅλα, γιὰ νὰ ματαιώσῃ, μὲ κάθε τρόπο, τὴν κακὴ, τὴν ἄνομη πρᾶξι ποῦ ὑποπτευότανε.

Καὶ γιὰ νὰ βεβαιωθῇ καλλίτερα πῶς ἡ ὑποψίες του εἷνε βάσιμες, ἐπαραμόνεψε στὸ δρόμο ὁποῦ φέρνει στὸ σπίτι τοῦ Μαρούπα, καὶ σὰν ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, εἶδε, σ’ ἕνα μουλάρι ἀπάνω, τὸν παππᾶ Κρητικό, μ’ ἕνα παιδὶ στά καπούλια, νὰ τραβᾷ κατὰ τὸ χωριό.

Συγχισμένος καὶ μὲ ἀπόφαση ὅμως, ἤτρεξε στὸ σπίτι του ποῦ τὸν περίμεναν οἱ φίλοι του. Τὸ γαμπρὸ τὸν εἶχε χαμένο κάμποσες ἡμέρες τώρα καὶ ἤταν πολὺ θυμωμένος.

Ὡστόσο ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ γέρω Μαρούπα ἤτανε πανηγύρι. Καμμιὰ εἰκοσαριὰ χωριανοί, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἑωρτάζανε τὰ περίφημα χοιροσφάγια, ὁποῦ τὰ περιμένουνε μὲ πολλὴ ἀνυπομονησία οἱ φαγάδες. Τὸ ἀληθινὸ αὐτὸ τῆς κοιλιᾶς πανηγύρι, τὸ θρίαμβο αὐτὸ τῶν θεοκοίληδων τὸ ἔχουνε οἱ χωριανοὶ ὅλο τὸ φθινόπωρο, πότε στὸ ἕνα σπίτι, πότε στὸ ἄλλο ἕως τὸ τέλος. Κακοστομαχιὰ δὲ ξέρουν τί θὰ πῇ οἱ σιδερένοι ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ στὸ τέλος τοῦ γλεντιοῦ, σὰν νὰ εἷνε στὴν ἀρχή του.

Ὁ γέρω Μαρούπας ἐφρόντισε νὰ γλεντίσουν καλὰ οἱ φίλοι του. Αὐτοὶ κάθονται ἄλλοι κατάχαμα, ἄλοι σὲ πέτρες ἢ σὲ χοντρόσκαμνα, συντροφιὲς συντροφιές, τριγύρω σὲ χαμηλοὺς ταβλάδες ἕτοιμοι νὰ τιμήσουνε τὸ πλουσιοπάροχο δεῖπνο. Στὰ πρόχειρα τραπέζια πάνω ἤβλεπες μαχαιροπήρουνα γερὰ καὶ σπασμένα, μικρὰ καὶ μεγάλα, καὶ φλιτζάνια καθένα μὲ τὸ χρῶμα του καὶ πιάτα βαθειὰ καὶ ἁπλωτὰ, καλὰ καὶ πρόστυχα καὶ μερικὰ μισοσπασμένα, ὅλ’ ἀνάκατα βαλμένα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ· μὲ ἀμέλεια, χωρὶς καμμιὰ τάξι, γιατὶ ἐκεῖνο ποῦ δουλεύει στοὺς χωριανοὺς, εἶνε ἡ παλάμη καὶ τὰ