Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/39

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 33 —

δάχτυλα. Τὸ χοῖρο, ζῶο σιτευτὸ καὶ μεγάλο, μετὰ τὸ σταύρωμα, τὸ σφάξιμο δηλαδή, τὸν καψάλιασαν, τὸν ἔπλυναν, τὸν ἔξυσαν καὶ τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Τὸν εἶχαν κάμῃ ἄσπρο σὰν αὐγὸ καὶ μόνο ἡ μύτη του ἐμαύριζε, μ’ ἕνα κορδόνι στὴν ἄκρη ἀπὸ αἷμα πηχτό, σὰν σκωλαρῆκι, τὸ ὑστερνό του αἷμα.

Ὕστερα ’δούλεψε τὸ μαχαῖρι μέσα κι’ ὄξω καὶ τὰ κομμάτια τά δωκαν στὴς γυναῖκες. Αὐτὲς ἀνάψανε φωτιὰ μὲ κληματόβεργες καὶ φρύγανα, ἔστησαν τρία τέσσερα τηγάνια κι’ ἄρχησαν νὰ τηγανίζουν τὰ σύσερα, τὰ ὀρεχτικὰ τοῦ χοίρου, κομματάκια ἀπὸ τὰ ἐντόσθια, παραγεμισμένα μὲ λῖπος καὶ σηκότια καὶ μικρὰ κομμάτια λαρδί· τὸ μαχαῖρι ἔκοφτε, ἡ φωτιὰ ἐδούλευε καὶ τὰ πεινασμένα καὶ ἀνυπόμονα στομάχια ἤταν ἕτοιμα. Καὶ πολὺ σωστά· τὸ ἐρεθιστικὸ τσιτσίρισμα τῶν τηγανιῶν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ μυρωδιὰ ποῦ ἐχυνότανε γύρω, δυνατὴ καὶ γαργαλιστικὴ καθὼς καὶ τὰ πολλὰ μπουκάλια τοῦ ρετσινάτου, ἔδιναν μεγάλη εὐθυμία στοὺς χωριανούς, ὁποῦ καθισμένοι, ἀπὸ τρεῖς τέσσερες, δὲν ἐβλέπανε τὴν ὥρα νὰ ῥιχτοῦνε στὸ θησαυρὸ αὐτὸ καὶ νὰ τοῦ δώσουν νὰ καταλάβῃ.

Ὅλ’ αὐτὰ ἐπαρουσίαζαν μίαν εἰκόνα ἀρκετὰ φανταστική. Ἡ χλωμὴ λάμψι ποῦ ἀνάδιναν τὰ κληματοφρύγανα, μὲ τὸ λυπητερό τους, σὰν παράπονο, τριζοκόπημα στὴ φλογισμένη ἀγκαλιὰ τοῦ φοβεροῦ στοιχείου, ἤταν σὲ μιὰν ἄκρη ἀντίθεσι, μὲ τὸν βαθυγάλαζο, τὸν ἀτελείωτο οὐράνιο θόλο μὲ τ’ ἀμέτρητα, τὰ διαμαντένια του ἄστρα, ποῦ μὲ τὸ ἐξαίσιο, τρεμουλιαστὸ λαμποκόπημά τους, ἔχυναν τὴν ἄσβεστη φεγγοβολή τους στὸ χωρικὸ δεῖπνο. Ἐλαμπύριζαν οἱ αἰώνιοι φανοί, σὰν νὰ περιγελοῦσαν τὴν ἄρρωστη, τὴ θαμπερὴ ἀνθρώπινη φωτίτσα, ὁποῦ, γιὰ μιὰ στιγμή, ἔρριχνε μὲ ὁρμὴ τὴ φλόγα της πολύγλωσση, γιὰ νὰ γενῇ, σὲ λίγη ὥρα, στάχτη καὶ καπνός.