Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/36

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 30 —

— Δὲν εἰξέρω κ’ ἐγὼ ἤντα κάνω, μπάρμπα. Εἶμαι ζαλισμένος κ’ ἐπῆρα δρόμο.

— Πῶς μαθές;

— Γιὰ τὴ δουλειὰ ποῦ ξέρεις. Ὁ ’γούμενος δὲ μ’ ἀφίν’ ἥσυχο· ὁ Κοντοπάνης πάλι τὰ δικά του καὶ μὴν ἀρωτᾶς.

— Ἐσὺ φταίς, Κεριάκο· κανένας ἄλλος.

— Μὰ σὰ δὲ σ’ ἀφίνουνε ἥσυχο.

— Ὁ φρόνιμος ἄθρωπος κάνει μιὰν ἀπόφασι, τὴν καλλίτερη καὶ ἡσυχάζει· σοῦ τό πα κι’ ἄλλη φορά! Ἤδωκες τὸ λόγο σου; βάσταξέτονε· εὐτὰ ξέρω γώ.

Καὶ ἐσήκωσε τὴ βουκέντρα καὶ ἔβαλε τὸ ζερβό του χέρι στὸ ἀλέτρι ἀπάνω.

— Καλὸ βράδυ, μπάρμπα, εἶπεν ὁ Κεριάκος καὶ ἀργοπατῶντας, ἀπομακρύνθηκε.

— Ἀνεμόμυλε! τοῦ ἐτίναξεν ἀπὸ πίσω ὁ γέρος καὶ ἐξακολούθησε τ’ ὄργωμα.

Σὲ μεγάλη συλλογὴ καὶ σὲ φοβερὴ στενοχώρια βρίσκεται ὁ νέος Κεριάκος, ὁ γαμπρός, ὁποῦ τὸν θέλουνε, ὁ παππᾶ Συνέσιος γιὰ τὴν κουμπάρα του καὶ ὁ χωριανὸς Κοντοπάνης· εἶναι βαρὺς γαμπρὸς καὶ καλὸς δουλευτής, τὰ καλὰ ὅμως αὐτὰ τοῦ βγαίνουν ἀπὸ τὴ μύτη, γιατὶ δὲν τὸν ἀφίνουν ἥσυχο. Γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ὅλα τὰ φταίει ὁ χαραχτῆρας του ὁ ἀδύνατος, ὁ νερουλιασμένος ποῦ τονε κάνει νὰ παραδέρνῃ ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, πότε δεξιᾷ, πότε ζερβά, σὰν ἀτιμόνευτο καράβι, σὰν ἀνεμόμυλος, ποῦ εἶπεν ὁ γέρῳ—Μῆτρος χωρὶς νὰ ξέρῃ τί πρέπει νὰ κάμῃ. Σήμερα τοῦτο, αὔριο ἐκεῖνο, σὲ ὅλες του τὴς δουλειὲς ἤτανε τέτοιος, ἀναποφάσιστος καὶ τὰ καλὰ ποῦ εἶχε ἐπήγαιναν σχεδὸν χαμένα, γιατὶ τὰ ἐσκέπαζε τὸ μεγάλο αὐτὸ ἐλάττωμα.

Καὶ εἰς τὴν τωρινὴ περίστασι, τὴν πιὸ δύσκολη ἀπ’ ὅλες, τὰ ἔχει χαμένα. Ὁ Κοντοπάνης, ὕστερ’ ἀπὸ πολὺ