Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/35

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 29 —

ἐπροχωροῦσαν μὲ τὸ βαρύ τους πάτημα. Τὸ σίδερο ἔσκιζε μὲ κόπο τὸ λεπτόγαιο χωράφι, ποῦ ἀντιστέκετο ὅσο μποροῦσε, λὲς καὶ δὲν ἤθελε ν’ ἀνοίξῃ τὰ σπλάγχνα του στὸ κρύο, τὸ σκληρό, τὸ ἄπονο σίδερο. Καὶ ὁ γέρω Μῆτρος ὁλοένα ἐκεντοῦσε, ὁμιλῶντας πότε πότε μὲ τὰ χτηνά του στὴ γλῶσσα ποῦ τὰ συνείθισε ν’ ἀκοῦνε καὶ τὸ αὐλάκι σιγὰ σιγὰ ἐμάκραινε καὶ ὁ ἥλιος ἀνέβαινε κ’ ἐφλογοβολοῦσε κ’ ἔψηνε τὸ χῶμα, ἐνῷ μικροπούλια τοῦ κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στοὺς θάμνους καὶ στὰ χαμόκλαδα ἢ καὶ στὸ νωποανασκαμένο χῶμα, πίσω ἀπὸ τὸ ἀλέτρι, εὔθυμα, ἄφοβα, ὡρμοῦσαν πότε πότε, σὰν σαΐτες, ψηλὰ σ’ ἕνα διάστημα, ἀφίνοντας καὶ καμμιὰ χαροπὴ φωνοῦλα, ἅρπαζαν σ’ τὸν ἀέρα κανένα ἔντομο καὶ κατέβαιναν πάλι στὰ χαμόκλαδά τους, ἢ καὶ ἐκυνηγοῦσε τὸ ἕνα τ’ ἄλλo, χωρὶς καθόλου νὰ φοβοῦνται τὰ βῴδια καὶ τὸ γέρω Μῆτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.

Μιὰ στιγμὴ ἐστάθηκε ὁ γέρω Μῆτρος ν’ ἀνασάνῃ, ὅπου βλέπει κάποιον νὰ ἔρχεται. Ἤταν ὁ Κεριάκος ὁ ἀραβωνιαστικὸς τῆς κόρης τοῦ Κοντοπάνη καὶ μικρανεψιὸς τοῦ γέρου Μήτρου.

— Ὥρα καλή, μπάρμπα, εἶπεν ὁ Κεριάκος, σὰν ἦρθε κοντὰ στὸ γέρο.

— Καλὸ στὸν Κεριάκο!

— Καλῶς τὰ κάνετε!

— Νᾶσαι καλά!

— Δὲν εἶνε πρώϊμα γιὰ ζευγάρι, μπάρμπα;

— Ἐζήλεψα τὴν ψυχάλα τὴν ψεσινὴ κ’ ἐστοχάστηκα σήμερα νὰ βάλω χέρι, γιατὶ ἐτοῦτος ὁ πάσπαρος ἔχει νὰ μὲ χαλάσῃ, βρὲ παιδί· μοναχὴ πέτρα τὸ ἀθεόφοβο!

— Καὶ ὁ Γιάννης ποῦ εἶνε; (ὁ Γιάννης ἤτανε γυιὸς τοῦ γέρου Μήτρου).

— Ἐπῆε μὲ ἀγώϊ στὴ χώρα. Καὶ κάτι ὡς ἐδῶ;