Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/147

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 141 —

ποῦσε καὶ κάθε λίγο τὸν ἐβασάνιζε καὶ τὸν ἀδκοῦσε, μὲ χιλια δύο. Τὰ ὑπόμενε ὁ καϋμένος ὁ Σταυράκης καὶ μόνον ἦλεγε ποτε πότε τὰ παράπονά του στὸν Ἄνθιμο.

Ἐκεῖνο τὸ πρωὶ ὁ Σταυράκης ἐπῆγε κ’ εὑρῆκε τὸν καλόγερο. Ὁ Ἄνθιμος ἤταν σκυμμένος στὸ μπάγκο του, ἐνῷ κοντά του ὁ ἀγαπημένος του γάτος, ἡ μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ἐρουθούνιζε.

— Καλημέρα, πάτερ Ἄνθιμε.

— Καλὸ στὸ Σταυράκη· κάθησε.

— Θὰ φύω γλήγορα, εἶπεν ὁ Σταυράκης, γιατὶ ἔχω πότισμα· μόνον ἤρθα κάτι νὰ σοῦ πῶ γιὰ τὸ μαστρογούμενο!

— Τὶ εἶνε πάλι;

— Μ’ ἔχει νὰ μὲ χαλάσῃ, μπρὲ παιδί, γιὰ τὸν ψήφο μου.

— Πῶς μαθές; ἀρώτηξεν ὁ καλόγηρος.

— Καὶ καλὰ νὰ ψηφίσω τὸ κόμμα τοῦ καπτὰ Κοσμᾶ.

— Καὶ ἡ γνώμη σου ἐσένα πιὰ εἶνε;

— Ἐγὼ ψηφίζω τὸν καπτὰ Φιλιππῆ πάντα, γιατὶ μούχει καλὸ καμωμένο.

— Νὰ μείνῃς μὲ τὴ γνώμη σου Σταυράκη, σοῦ λέω γώ.

— Ναί, πάτερ Ἄνθιμε, μὰ ὁ ’γούμενος μούπενε θυμωμένα, πῶς ἂν δὲν ψηφίσω τὸν καπτὰ Κοσμᾶ, θὰ μὲ βγάλῃ ἀπ’ τὸν κῆπο.

Ὁ Ἄνθιμος δὲν ἀπεκρίθην’ εὐτύς.

— Καὶ ἦρθα εἶπεν ὁ Σταυράκης, νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ τοῦ μιλήσῃς.

Καὶ ἐθύμωσε κ’ ἐλυπήθηκε ὁ Ἄνθιμος γιὰ τὴν νέα ἀτιμία καὶ γιὰ τὴν ἀπονιὰ τοῦ Συνέσιου.

— Θὰ τοῦ μιλήσῳ, Σταυράκη, τοῦ εἶπε, μὰ ὅ,τι κι’ ἂν ἀποφασίσῃ, ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀκούσῃς· νὰ κάμῃς ὅ,τι σοῦ λὲ ἡ συνείδησί σου. Κ’ ἐγὼ νὰ σοῦ πῶ ἐβαρέθηκα νὰ τὸν βλέπω.