ποῦσε καὶ κάθε λίγο τὸν ἐβασάνιζε καὶ τὸν ἀδκοῦσε, μὲ χιλια δύο. Τὰ ὑπόμενε ὁ καϋμένος ὁ Σταυράκης καὶ μόνον ἦλεγε ποτε πότε τὰ παράπονά του στὸν Ἄνθιμο.
Ἐκεῖνο τὸ πρωὶ ὁ Σταυράκης ἐπῆγε κ’ εὑρῆκε τὸν καλόγερο. Ὁ Ἄνθιμος ἤταν σκυμμένος στὸ μπάγκο του, ἐνῷ κοντά του ὁ ἀγαπημένος του γάτος, ἡ μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ἐρουθούνιζε.
— Καλημέρα, πάτερ Ἄνθιμε.
— Καλὸ στὸ Σταυράκη· κάθησε.
— Θὰ φύω γλήγορα, εἶπεν ὁ Σταυράκης, γιατὶ ἔχω πότισμα· μόνον ἤρθα κάτι νὰ σοῦ πῶ γιὰ τὸ μαστρογούμενο!
— Τὶ εἶνε πάλι;
— Μ’ ἔχει νὰ μὲ χαλάσῃ, μπρὲ παιδί, γιὰ τὸν ψήφο μου.
— Πῶς μαθές; ἀρώτηξεν ὁ καλόγηρος.
— Καὶ καλὰ νὰ ψηφίσω τὸ κόμμα τοῦ καπτὰ Κοσμᾶ.
— Καὶ ἡ γνώμη σου ἐσένα πιὰ εἶνε;
— Ἐγὼ ψηφίζω τὸν καπτὰ Φιλιππῆ πάντα, γιατὶ μούχει καλὸ καμωμένο.
— Νὰ μείνῃς μὲ τὴ γνώμη σου Σταυράκη, σοῦ λέω γώ.
— Ναί, πάτερ Ἄνθιμε, μὰ ὁ ’γούμενος μούπενε θυμωμένα, πῶς ἂν δὲν ψηφίσω τὸν καπτὰ Κοσμᾶ, θὰ μὲ βγάλῃ ἀπ’ τὸν κῆπο.
Ὁ Ἄνθιμος δὲν ἀπεκρίθην’ εὐτύς.
— Καὶ ἦρθα εἶπεν ὁ Σταυράκης, νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ τοῦ μιλήσῃς.
Καὶ ἐθύμωσε κ’ ἐλυπήθηκε ὁ Ἄνθιμος γιὰ τὴν νέα ἀτιμία καὶ γιὰ τὴν ἀπονιὰ τοῦ Συνέσιου.
— Θὰ τοῦ μιλήσῳ, Σταυράκη, τοῦ εἶπε, μὰ ὅ,τι κι’ ἂν ἀποφασίσῃ, ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀκούσῃς· νὰ κάμῃς ὅ,τι σοῦ λὲ ἡ συνείδησί σου. Κ’ ἐγὼ νὰ σοῦ πῶ ἐβαρέθηκα νὰ τὸν βλέπω.