Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/146

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 140 —

τὸν παππᾶ Συνέσιο, ἤταν ὅμως μὲ κρίσι ἄνθρωπος καὶ χωρὶς μεγάλα καὶ ψηλαφητὰ πειστήρια, δὲν ἤθελε νὰ ξεσκίσῃ τὸ πρᾶμμα. Ἤθελε νὰ μεταχειριστῇ ὅλα τὰ μέσα, νὰ μάθῃ πρῶτα καλὰ κ’ ἔπειτα νὰ διῇ τὶ ἔχει νὰ κάμῃ. Εἶχε καὶ μίαν ἐλπίδα πῶς ἴσως δὲν εἷνε καθὼς τόνε λένε· γιατὶ νὰ βιαστῇ· ἂν τόνε πιάσῃ καὶ τὸν καταλάβῃ ἀδιόρθωτο, τὸν μουντζώνει καὶ φεύγει. Δὲν ἦταν ἄνθρωπος νὰ ὑποφέρῃ μοῦτρα ἀπαίσια. Μήπως δὲν ἔκαμε τὰ ἴδια τοῦ Δεσπότη; Μιὰ φορά, ὁποῦ ἡ ἁγιωσύνῃ του ἦρθε στὸ Μοναστῆρι καὶ ἤθελε νὰ μάθῃ ἂν ἔχουνε οἱ ἀδελφοὶ παράπονα, ἐνῷ οἱ λοιποὶ γέροι, ταπεινοὶ καὶ ζαρωμένοι, δὲν τολμοῦσαν νὰ σηκώσουν κεφάλι, ὁ Ἄνθιμος ἐστάθηκε μπρός του καὶ μὲ ἕνα θάῤῥος ἔκτακτο καὶ μὲ μιὰ ῥητορικὴ καὶ μιάν εὐγλωττία ὁποῦ τὴν χαρίζει μόνον ἡ ἀγάπη στὴν ἀλήθεια, τοῦ ἐξετύλυξε ὅ,τι ἄσκημο ὅ,τι ῥυπωμένο καὶ κηλιδωμένο ἔμενε κρυφὸ ἀπὸ ἐκείνους ποῦ ἔχουνε συμφέρο νὰ τὸ σκεπάζουνε. Ἐθαύμασε ὁ Δεσπότης μὲ τὴν τόλμη τοῦ καλόγερου· τοῦ μίλησε μὲ ἀγάπη καὶ εὐγένεια καὶ τοῦ εἶπε πῶς γρήγορα θὰ φέρῃ σὲ ὅλα διόρθωσι. Πέρασαν δύο χρόνια ἀπὸ τὴ σκηνὴ αὐτή, χωρίς νὰ γείνῃ τὸ παραμικρὸ καλὸ καὶ σὰν ἐξαναγύρισε ὁ Δεσπότης ὁ Ἄνθιμος δὲν ἐπῆγε νὰ τὸν δῇ γιατὶ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βασταχτῇ μπροστά του μὲ ἀπάθεια.

Μαζῆ μὲ τ’ ἄλλα ποῦ εἶχε ὁ παππᾶ Συνέσιος, στὴς ἐκλογὲς ἔκανε τὸν ψηφοθήρα.

Ἕνα πρωῒ ὁ Ἄνθιμος, μετὰ τὴ λειτουργιά, ἐπῆγε στὸ κελλί του κ’ ἐκάθισε στὸ μπάγκο του, νὰ μπαλώσῃ κάτι παπούτζια τοῦ φίλου καὶ ἀγαπημένου του, τοῦ Σταυράκη τοῦ περιβολάρη.

Εἶχε κάμῃ ὁ Σταυράκης στρατιώτης πολλὰ χρόνια, ὕστερα πῆγε στὸ Μοναστήρι κ’ ἔγεινε κηπουρός. Ἐργατικὸς πολὺ καὶ τιμιώτατος, ἀγάπησε πολὺ τὸν Ἄνθιμο καὶ ὁ Ἄνθιμος τὸν ἀγάπησε· μὰ ὁ παππᾶ Συνέσιος δὲν τὸν ἀγα-