Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/145

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 139 —

καθαρό, ὅσο μποροῦσε. Εἶχε τὸ μπάγκο του καὶ τὰ σύνεργα τῆς δουλιᾶς του, σουβλιὰ καὶ καλαπόδια καὶ ὅταν εἶχε δουλιά, ἔφτιανε καινούργια, ἢ ἐμπάλωνε παλιὰ παπούτζια καὶ σὰν δὲν εἶχε δουλιά, ἐδιάβαζε. Ὦ! ἀγαποῦσε πολὺ νὰ διαβάζῃ κ’ ἔλεγε πῶς ἡ καλὴ ἀνάγνωσι ἀνοίγει τῆς ψυχῆς τὰ μάτια. Ἀλήθια εἶχε μόνον ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. (κάτι τραγουδάκια κοσμικὰ ποῦ εἶχε ὅταν ἤταν νέος, τὰ εἶχε χαρίσει πρὸ πολλοῦ εἰς κάποιον) καὶ τὰ ἐδιάβαζε μ’ εὐχαρίστησι, ἐκεῖνο ὅμως τὸ βιβλίο, ὁποῦ τοῦ ἄρεσε ὑπερβολικά, ἤταν ὁ Μηνιάτης, τὸ βιβλίο δηλαδὴ τοῦ μεγάλου ἐκείνου ἐκκλησιαστικοῦ ῥήτορα, ὁποῦ ὀλίγοι, πολλὰ ὀλίγοι τοῦ μοιάζουν στὸ χαριτωμένο λόγο καὶ στὴ θεία ἔμπνευσι. Μάλιστα ἕνα γνωμικό του, μία μεγάλη ἀλήθεια τὴν εἶχε γραμμένη σ’ ἕνα χαρτὶ καὶ κολλημένη στὸν τοῖχο τοῦ κελλιοῦ του καὶ αὐτὴν ἀνάφερε συχνὰ στοὺς χωρικούς, τοὺς καλούς, τοὺς πιὸ ἔξυπνους καὶ ποῦ ἤθελαν νὰ τὸν ἀκοῦνε. Λέγει ὁ Μηνιάτης κάπου.

«Ὁ Θεός, ὡς παντοδύναμος, ὅ,τι θέλει κάμνει, καὶ δὲν εἶνε καμμία δύναμις νὰ τὸν ἐμποδίσῃ. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἐλεύθερος, ὅ,τι δὲν θέλει, δὲν κάμνει, καὶ δὲν εἶνε καμμία δύναμις νὰ τὸν ἐμποδίσῃ».

Πολὺ τὸν ἐσυγκινοῦσαν τὰ λόγια αὐτὰ τὸν καλόγερο, γιατί, ἂν καὶ αἰσθανότανε πῶς ἡ ἀνάγκη, ἡ μεγάλη αὐτὴ δύναμις, ὑποχρεώνει τὸν ἄνθρωπο νὰ κάμνῃ καμμιὰ φορὰ καὶ ὅ,τι δὲν θέλει, ἤξευρε ὅμως πῶς ὁ ἐνάρετος καὶ δυνατὸς ἀποφεύγει τὰ περισσότερα ἄτοπα, σὰν θέλῃ μὲ τὰ σωστά του. Καὶ πολλοὺς χωριανοὺς ἐκατώρθωσε, μὲ τὸ γνωμικὸ αὐτὸ καὶ μὲ ὀρμήνιες ἄλλες νὰ βάλῃ στὸν ἴσιο δρόμο· ποιὸν ἀπὸ τὸ κρασὶ καὶ ποιὸν ἀπὸ ἄλλα χειρότερα· καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ τὸν καλόγερο ὅσο ἐπεριφρονοῦσαν τὸν Συνέσιο, ὁποῦ ἀπὸ τὰ λίγα ποῦ ἔβλεπαν ἐμαντεύανε πολὺ περισσότερα.

Καὶ ὁ Ἄνθιμος τὸν ἐμάντευεν καὶ τὸν ὑπωπτευότανε