Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/148

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 142 —

Ὁ Σταυράκης ἔφυγε καὶ ὁ Ἄνθιμος ἐπῆγε καὶ ὡμίλησε τοῦ Συνέσιου.

— Γιατί, ’γούμενε, βιάζεις τὸν Σταυράκη νὰ μὴν ψηφίσῃ ἐκεῖνον ποῦ θέλει;

— Γιατὶ εἶν’ ἀνόητος καὶ πρέπει νὰ ἀκούῃ ἐμένα.

— Ἔχει τὴ συνείδησί του καὶ θ’ ἀκούῃ ὅ,τι τοῦ λέει.

— Ἐγώ τονε ταΐζω, δέν τονε ταΐζ’ ἡ συνείδησί του, εἶπεν ὁ Συνέσιος.

— Ὄχι, γούμενε, εἶπεν ὁ Ἄνθιμος· τόνε ταΐζει ὁ κόπος του καὶ τὰ χέρια του.

Ἦταν πολὺ αὐστηρὸ τὸ πρόσωπο τοῦ καλόγερου· ὁ Συνέσιος τὸ παρετήρησε.

— Καλά, Ἄνθιμε, τοῦ εἶπε πιὸ μαλακά, θὰ σκεφτῶ καὶ θὰ κάμω.

— Ὕστερα δὲν εἶνε δική μας δουλιὰ νά κάνωμε ψῆφοι· εἶπεν ὁ Ἄνθιμος κ’ ἔφυγε.

Μετὰ λίγες μέρες ὁ Ἄνθιμος ἔλαβε καὶ ἄλλη χτυπιά, τὴν ὑστερνή.

(Ἴδε συνέχειαν ἐν σελίδι 26).