Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/140

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 134 —

ἠθοποιὸς — Καὶ δὲν γίνεται νὰ γνωρίσω κ’ ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἀντίζηλον; ἠρώτησεν ἐκεῖνος — ὧ! ναί· εἶπε τραγικῶς ἐκείνη· τὴν ἔφερα, τὴν ἔχω ἐδῶ καί… περίμενε! Καὶ ὥρμησεν εἰς τὸ παρακείμενον δωμάτιον, ὁποθεν μετ’ ὀλίγον ἐπέστρεψε κρατοῦσα τὴν καπνοσύριγγα, τὸ προσφιλὲς τσιμπουκάκι τοῦ ἀνδρός της, γεμᾶτον καὶ ἕτοιμον διὰ κάπνισμα!

Τὸ πρόσωπόν της ἔλαμπε τώρα ἀπὸ χαράν, ἐκεῖνος, ἀνησυχήσας ἐλαφρῶς κατ’ ἀρχὰς — διότι καὶ ὁ ἀθωότερος ἀδυνατεῖ νὰ ὑποστῇ, ἐντελῶς ἥσυχος, καὶ τὴν πλέον ἀνόητον κατηγορίαν, ἐννόησε τώρα τὰ πάντα καὶ ἔλαβε μειδιῶν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῆς συζύγου τὴν καπνοσύριγγα.

— Ὑπέφερα πολὺ καὶ σὲ ἠκολούθησα ἀλλὰ ἐγνώρισα τὴν ἀντίζηλόν μου, τὴν ὁποίαν τώρ’ ἀγαπῶ περισσότερον ἀπὸ σέ. Κάπνιζε, φίλε μου, κάπνιζε, λατρεία μου, ὅσον θέλεις καὶ ὁπόταν θέλεις. Εἰς τοὺς ὅρους, τὰς συμφωνίας καὶ τὰ συμβόλαια εὐτυχία δὲν ὑπάρχει! Κάτω οἱ ὅροι· καὶ ζήτω ἡ πλήρης καὶ τελεία ὁμόνοια!

Καὶ τὸν ἐνηγκαλίσθη περιπαθῶς. Μετὰ τὸ γεῦμα, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν ἦτο νοστιμώτερον καὶ τὸ ὁποῖον διέκρινε ἕνα μοναδικὸν διὰ τῶν βλεμμάτων ἀλληλοφάγωμα, ὁ σύζυγος ἐτεντώθη ἐπὶ τοῦ σοφᾶ κ’ ἐκάπνισεν ἐπὶ πολύ, παρούσῃς, ἐννοεῖται, τῆς συμβίας, ἥτις ἀδιάκοπα τοῦ «ἔδιδε φωτιάν,» ἀναρριπίζουσα τὴν φλόγα ποῦ τοῦ ἤναψεν ἐξ’ ἀρχῆς, μὲ ζῆλον, ἀκαπάπαυστα καὶ εἰς βαθμὸν ὁποῦ… Ἀλλὰ συγχώρησε, ἀναγνῶστα, νὰ μὴν προχωρήσω· θὰ ἦτο ἀδιακρισία μου νὰ προβῶ εἰς περαιτέρω ἀποκαλύψεις· ἄλλως τε, εἶσαι, ὑποθέτω, ἔξυπνος κ’ ἐμπορεῖς διὰ τῆς φαντασιας ν’ ἀναπαραστήσῃς τὴν ἐπακολουθήσασαν σκηνήν, δίδων εἰς τὴν ἀθῶαν διήγησίν μου τὸ τέλος ὁποῦ τῆς ἁρμοζει.