Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/139

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 133 —

καὶ οἱ τρεῖς μαζῆ, ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην· θα εἶνε ἀχώριστοι. Ἀντίζηλον μὲ ὀστᾶ καὶ σάρκα δὲν θὰ ὑπέφερε βέβαια· ὧ! θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ τῆς βγάλῃ τὰ μάτια! ἀντίζηλον ὅμως ἀπὸ ξύλον… δὲν πηγαίνει νὰ ἔχῃ δέκα, ὁ καλὸς σύζυγος. Κάτω οἱ ὅροι, κάτω αἱ συμφωνίαι τοῦ λοιποῦ… Καὶ ἔβλεπε καὶ ἔβλεπε καὶ δὲν ἐχόρταινε νὰ βλέπῃ καὶ ν’ ἀγάλλεται.

Παρῆλθε πολλὴ ὥρα χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσῃ ὅτε ὁ σύζυγος ἠγέρθη, ἀπέβαλε κοιτωνίτην καὶ σκοῦφον, ἔπλυνεν ἐπιμελῶς, ἐπὶ πολύ, τὸ στόμα μ’ ἕνα ῥευστόν, τοῦ ὁποίου ἡ εὐωδία ἔφθασε μέχρις αὐτῆς καὶ τῆς ἐγαργάλισε τοὺς ῥώθωνας, — τόσον ἦτο δυνατή, — ἐφόρεσε τὸν ἐπενδύτην καὶ τὸν πῖλον του κ’ ἐκινήθη πρὸς ἀναχώρησιν. Ἐκείνη τότε ἔτρεξε καὶ ἀπεκρύβη κάπου, τῇ φροντίδι τῆς οἰκοκυρᾶς, ὅταν δὲ ὁ σύζυγος ἀνεχώρησε, ἐξῆλθε τῆς κρύπτης, ἐνηγκαλίσθη μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴς καλὴν γραίαν, μειδιῶσαν πάντοτε, καὶ ἀφοῦ τὴν ἤμειψε γενναίως, διηυθύνθη, τρέχουσα σχεδόν, εἰς τον οἶκόν της ὅπου, εὐτυχῶς, δὲν εὗρε τὸν σύζυγον. Εἶχεν ἀνάγκην νὰ συνέλθῃ ἐκ τῆς ταραχῆς της· μάλιστα, ἅμα ὡς παρήρχετο ἡ πρώτη συγκίνησις, ἤθελε καὶ νὰ παίξῃ ὀλίγον. Οἱ ἄνθρωποι, ἅμα ὁ οὐρανὸς σκοτισθῇ, ἀπελπιζόμεθα, ἀλλὰ εἰς τὴν πρώτην αἰθρίαν, ὑψώνομεν προκλητικὰ τὸ μέτωπον, ἕτοιμοι καὶ εἰρωνίας ν’ ἀρχίσωμεν μὲ οἱονδήποτε.

Μετά τινα καιρὸν ὁ κύριος ἐπέστρεψε χαρίεις, εὔθυμος· τὸν ὑπεδέχθη ἡ κυρία σοβαρά. — Ποῦ ἤσουν, κύριε; — Εἰς ἑνὸς φίλου, ἀγαπητή. — Δηλαδή, εἰς μιᾶς φίλης. — Ἀστειεύεσαι, φιλτάτη. — Καθόλου, κύριε· εἶνε περιττὴ ἡ προσποίησις· τὰ ἔμαθα ὅλα.

Ἐκεῖνος ἐγέλασε κ’ ἐζήτησε νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ. — Ὄχι, ἄπιστε! ποτὲ πλέον, σὲ ἠκολούθησα καὶ εἶδα ἐγὼ αὐτὴ τὴν ἀντίζηλόν μου… Καὶ τὰ ἔλεγε πολὺ σοβαρά, ὡς