Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/141

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ

ΜΕ ἕνα πάτημα τρεμουλιαστό, συρτό, ἀβέβαιο, ποῦ ἔδειχνε μιὰν τελείαν ἐξάντλησιν, μ’ ἕνα ῥαβδί, μὲ γυριστὴ λαβή, στὸ χέρι, ἐπροχωροῦσε, σιγὰ σιγά, ἡ γρηὰ ἡ ἑκατόχρονη. Σκυφτή, μ’ ἕνα προσωπάκι, ὄχι πλιὸ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, μιὰ περγαμηνὴ κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ὁλοζάρωτη, μ’ ἕνα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μὰ πολὺ καθαρό, ποῦ κἄτι ἦταν κι’ αὐτὸ καμμιὰ φορά, μὰ ποῦ τώρα τριμμένο καὶ ξεθωριασμένο, ὡσὰν νὰ σκεπάζῃ ἀκόμη τὴν ἀποκαμωμένη κυρά του — δύο ἐρείπια — προχωρεῖ ἡ ἑκατόχρονη γρηοῦλα… Πηγαίνει μπρός, στὸ μεγάλο δρόμο, μιᾶς μεγάλης πολιτείας, καὶ πότε πότε σὰν νὰ χαμογελᾶ στὰ μεγάλα σπίτια, στὰ ψηλὰ δένδρα, στοὺς διαβάτες ποῦ περνοῦν ἀδιάφοροι, στὰ παιδάκια — σ’ αὐτὰ περισσότερο — σὰν νὰ καμαρώνῃ τὴ λάμψι, ποῦ σκορποῦνε ὅλα γύρω της καὶ προχωρεῖ λίγο λίγο, σιγὰ σιγά, ἀλαφρά, συρτά, θάλεγες ἔντομο, μὲ μόνο μιὰ στάλα ζωῆς, τὴν ὑστερνή…

Ἄξαφνα δὲ μπορεῖ πλιό, δὲ δύνεται, καὶ κάθεται στὸ μαρμαρένιο σκαλοπάτι ἑνοῦ παλατιοῦ.

Ἐκάθησε ν’ ἀνασάνῃ· νὰ ῥουφήξῃ ἀκόμα λίγο ἥλιο, λίγο ἀέρα, λίγη ζωή, μιὰ στάλ’ ἀκόμα, ποῦ τῆς χρειά-