Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/122

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 116 —

μα πάντοτε. Διότι, δὲν προφθάνει νὰ ναυαγήσῃ ἕν, ὅπου καταστρώνει ἄλλο, ἂν δέ, ἕως τώρα μόνον ναυάγια ἔχει νὰ διηγῆται, τοῦτο ἀποδοτέον εἰς μόνην τὴν κακοδαιμονίαν του.

Εὐέξαπτος εἰς τὰς πολιτικὰς καὶ κοινωνικὰς ἐν γένει συζητήσεις, δεικνύει ἓν εἶδος ἀπαθείας διὰ πᾶν ὅ,τι ἀφορᾶ ἐκ τοῦ πλησίον αὐτὸν τὸν ἴδιον. Ἐξάπτεται καὶ χειρονομεῖ καὶ κόπτεται συζητῶν ἐπὶ ὥρας μὲ φίλους εὐτυχεῖς καὶ χορτασμένους, ἐνῷ πολλὰ σημεῖα δεικνύουν ὅτι ἂν τυχὸν ἐγευμάτισε τὴν ἡμέραν ἐκείνην, δὲν θὰ ἔφαγε βέβαια οὔτε φασιανούς, οὔτε πέρδικας καὶ εἶνε μάλιστα ζήτημα ἂν ἔφαγε ἀρκετά. Πᾶσαν ὅμως τοῦ στομάχου του διαματυρίαν ἠξεύρει νὰ κρύπτῃ ὑπὸ τὸ πλέον ἀξιοπρεπὲς μειδίαμα καὶ εἰς τρόπον ὥστε νὰ σὲ πείθῃ ὅτι τοὐλάχιστον ἐγευμάτισεν εἰς τὴν «Μινέρβα», ἐνῷ τὸ πιθανώτερον εἶνε νὰ ἐγεύθη εἰς κανένα πατζατζίδικο ἀντὶ 30 λεπτῶν.

Εἶχε μείνῃ ἄγαμος ἀπὸ πεῖσμα, μὲ εἶπε· «θὰ ἤμουν 26 — 27 ἐτῶν νέος καὶ καθὼς ἤμουν κομψὸς (μὴ μὲ βλέπῃς τώρα) πολλὲς μητέρες καὶ πολλὲς νέες μ’ ἐκυνήγησαν. Ἐγὼ δὲν ἐπρόσεχα, ὅταν, μ’ ἐννόησες, μιὰ μικροῦλα, κόρη χήρας στρατιωτικοῦ, ὡραιοτάτη, μ’ ἐμάγεψε. Ὡρκίσθηκα εὐθὺς πῶς θὰ γείνῃ δική μου. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς κόρης ἐφάνη μεγάλη προθυμία, ἂν καὶ πολλοὶ ἄλλοι τὴν ἐποφθαλμιοῦσαν· ὡμίλησα μὲ τὴν μητέρα, ἡ ὁποία, μ’ ἐννόησες, μὲ ἄκουσε μὲ πολλὴν εὐμένειαν καὶ χωρὶς νὰ προσέχῃ εἰς τοὺς ἄλλους λατρευτάς, τῆς εἶπα πῶς ἔχομεν νὰ ζήσωμεν, ἐν ἑνὶ λόγῳ, μ’ ἐννόησες, τῆς ἐχάραξα τὰ σχέδιά μου διὰ τὸ μέλ-