Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/123

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 117 —

λον, τὰ ὁποῖα εὑρῆκε μεγαλοπρεπῆ. Ἔξαφνα ἕνα πρωῒ μανθάνω ὅτι τὴν προτεραίαν ἡ ἄπιστη αὐτὴ εἶχε στεφανωθῇ μ’ ἕνα ἔμπορον, ἕνα κοθόνι, ἕναν… Τόσῳ μ’ ἐπείραξε ποῦ δὲν ἐπρόσεξα πλέον εἰς γυναῖκα…»

Εἰς τὸν περίπατον, μιὰ πρωϊνή, συνηντήθημεν μ’ ἕνα νέον καλοῦ ἐξωτερικοῦ, ὅστις μᾶς ἐχαιρέτισε μὲ πολλὴν εὐγένειαν.

— Τί κάνεις Παναγιώτη; τὸν ἐρώτησεν ὁ Σοφοκλῆς. — Καλά, κὺρ Σοφοκλῆ· κάτι δὲ φαινόσαστε ἀπ’ τὸ μαγαζί; — Δουλιές, Παναγιώτη μου. — Καὶ πῶς πᾶτε, Εἶστ’ εὐχαριστημένος; — Καλά, καλά, κ’ ἐσύ;

— Ὡραῖα, μὴ μᾶς ξεχνᾶτε· χαίρετε! εἶπεν ὁ Παναγιώτης — Γειάσου. Καὶ ὁ νέος ἀπεμακρύνθη ἐσπευσμένως.

— Ξέρεις ποιὸς εἶν’ αὐτός; Εἶπεν ὁ Σοφοκλῆς· Εἶνε πατριωτάκι μου. Πρὸ ἓξ χρόνια ἦλθεν ἀπ’ τὴν πατρίδα, μ’ ἐννόησες, ἴσα σὲ μένα, γιατὶ ἤμαστε σὰν ἀδέλφια μὲ τοὺς γονεῖς του. Ἐγύρευε δουλειὰ καὶ τὸν ἐσύστησα σ’ ἕνα καλὸ μέρος. Δραστήριο παιδί, φρόνιμο, μὲ νοῦ, δὲν ἄργησε νὰ συνάξῃ μερικὰ λεπτὰ καὶ τώρα εἶνε δυὸ χρόνια ποῦ ἔχει ἰδικό του μπακάλικο καὶ μικρὸ καπελιό. Θετικὸ παιδὶ καθὼς εἶνε, θὰ προοδεύσῃ πολύ. Καὶ ὁ καϋμένος θυμᾶται τὴν καλωσύνην καί… μ’ ἀγαπᾶ, εἶπε μετά τινα δισταγμὸν ὁ Σοφοκλῆς.

Ἡ ἱστορία ἦτο ἀληθινή, ὡς ἐπληροφορήθην κατόπιν. Ὁ Σοφοκλῆς εἶχε ἀξιοπρέπειαν ἀλλ’ ἠναγκάζετο ἐνίοτε νὰ προσφεύγῃ ὑπὸ τὴν σώτειραν στέγην τοῦ καλοῦ νέου, εἰς περιστάσεις, ἐννοεῖται, κρισίμους καὶ μόνον ὁσάκις ἡ βροχὴ τῶν ἀτυχημάτων ἐπήρχετο ραγδαιοτέρα. Εἰς ἀντάλλαγμα παρεῖχεν ἀφειδῶς καὶ εἰς τὸν νέον τὰς συμβουλάς του, τηρῶν ὅλην τὴν ἀξιοπρέπειαν καὶ τὴν εὐγενῆ στάσιν τοῦ ἀλησμονήτου ἱππότου τῆς ἐλεεινῆς μορφῆς.