Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/11

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 5 —

— Ἂς ὄψουνται ποῦ μᾶς τὸν φέρανε πάλι στὸ κεφάλι μας· εἶπεν ὁ παππᾶ Φίλιππος.

— Εἶναι κι’ ὁ Δεσπότης ποῦ τονε θέλει, εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος· τέσσερα μουλάρια φορτωμένα τὶς προάλλες γιὰ τὴν πανιερότητά του· καὶ τρῶτε καλογέροι καὶ παππάδες φασούλια νερόβραστα. Καὶ ἐπρόσθεσε σὰν ἀπὸ μέσα του.

— Καὶ νὰ συλλογιστῇ κανεὶς πῶς αὐτὸς ὁ ἄθρωπος ἀγαπᾶ τόσο τὴ μάννα του, ἐνῷ βρίζεται κάθε μέρα μαζῆ της!

— Νὰ σᾶς πῶ, φταῖτε σεῖς οὖλοι· εἶπεν ὁ Γιώργης ὁ μπακάλης. Βλέπετε τὸν Ἄνθιμο; Νὰ χαραχτῆρας! Μήτε νὰ τονε βλέπῃ δὲ θέλει.

— Ἀλήθεια, εἶπεν ὁ παππᾶ Φίλιππος. Ἐκεῖνος ἔχει θέλησι μά τί νὰ σοῦ κάμῃ μονάχος του; ἤπρεπε νὰ φύγωμε ὅλοι μας.

— Τί λὲς τώρα; εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος· μποροῦμε νὰ φύγωμε μεῖς; Ὁ Ἄνθιμος εἶνε μόνο καλόγερος.

— Ἑτοιμάζεται πάλι ἀναφορὰ στὸ Δεσπότη, εἶπεν ὁ παππᾶ Φίλιππος, μὰ δὲ βαρυέσαι· τίποτα δὲ θὰ βγῇ πάλι. Κάνει αὐτὸς ὅ,τι θέλει κ’ ἔννοια σου.

— Ναὶ μὰ τώρα εἶμαι περίεργος νὰ διῶ πῶς θὰ τὰ ξεμπερδέψῃ μὲ τὴν ἱστορία τῆς κουμπάρας του τῆς Φλουροῦς τῆς κόρης τοῦ γέρο-Μαρούπα, ποῦ θέλει καὶ καλὰ νὰ τῆς δώκῃ τὸν Κυριάκο τὸν Κοβάκα ποῦ εἶνε ἀρρεβωνιασμένος τόσον καιρὸ τώρα μὲ τὴν Ἀννέζα τοῦ Κοντοπάνη. Προχτὲς τὸν εἶχε κλεισμένο στὸ ’γουμενιὸ καὶ τὸν ἐμέθυσε.

— Ἀδύνατος ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ Κυριάκος, εἶπεν ὁ παππᾶ Κύριλλος καὶ εἶνε φόβος μήπως τὸν καταφέρει καί τονε στεφανώσει γιατὶ ἔχει καὶ βοηθοὺς σὰν κι’ αὐτόν.

— Ναί, ἔχει τὸν παππᾶ Κρητικό, τὸν κατεργάρη καὶ τὸν Γιάννη τὸν Σερέτη τὸν συγγενῆ τοῦ γαμπροῦ, εἶπεν ὁ Γιώργης.

— Θαρρῶ ὅμως πῶς δὲ θὰ τὰ καταφέρῃ εἶπεν, ὁ παππᾶ