Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/10

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 4 —

— Χαμένο κορμί! εἶπε γιὰ εἰκοστὴ φορὰ ἡ μάννα του κ’ εὐθὺς ἐσηκώθη κι’ ἀνέβηκε στὸ ’γουμενειό.

Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἔμεινε κάμπσσα λεπτὰ στὴν ἴδια θέσι, ἔπειτα ἐφώναξε τὸν μικρὸ Ἀμβρόσιο, καλογεράκι δόκιμο.

— Ἄκουσε, Ἀμβρόσιε, τοῦ εἶπε· εὐθὺς ποῦ φανῇ ὁ Σερέτης, νὰ τοῦ πῇς νὰ ἔρθῃ νὰ μὲ βρῇ στ’ ἁλώνια.

— Καλά, πάτερ ἡγούμενε, εἶπε τὸ παιδί.

Καὶ ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐσηκώθηκε καὶ ἀργοπατῶντας, εὐγῆκε ἀπὸ τὴν αὐλόθυρα κ’ ἐτράβηξε κατὰ τ’ ἁλώνια.

Ὡς τόσο ὁ παππᾶ Κύριλλος εὑρῆκε τὸν Γιώργη τὸν μπακαλοκαφετζῆ, χοντρὸ καὶ στιβαρὸ ἄνδρα, νέο ἀκόμα, στὸν αὐλόγυρο τοῦ μαγαζιοῦ του, νὰ τραβᾷ τὸν ναργιλέ του, ἐνῷ ἡ γυναῖκα του ἐλατρευότανε μέσα. Τὸ ἀγόρι του, παιδὶ ὡς δέκα χρονῶ, μὲ τὰ μοῦτρα καὶ τὰ χέρια πασσαλειμμένα ἀπὸ τὸ ὑγρὸ μιᾶς μεγάλης φέτας καρπουζιοῦ ποῦ ἐκρατοῦσε κ’ ἔτρωγε, ἔπαιζε τὸν κυνηγητὸ μὲ τὴν ἀδελφή του, κοριτζάκι ἀδύνατο, μικρότερο ἀπ’ αὐτό, ἐνῷ τὸ σκυλλὶ τοῦ σπιτιοῦ, μαῦρο, σγουρόμαλλο, κοντοπόδικο, ὡρμοῦσε κ’ ἐδάγκανε, παίζοντας, πότε τὴν ἄκρη τοῦ φουστανιοῦ τῆς μικρῆς, πότε τὰ παπούτζια τοῦ ἀγοριοῦ μὲ χαρμόσυνα γαυγίσματα. Ὁ παππᾶ Κύριλλος ἐκάθησε σ’ ἕνα σκαμνὶ κοντὰ στὸν νοικοκύρη, εἶπε νὰ τοῦ φέρουν καφὲ καὶ ἄρχησαν μαζῆ τὴν κουβέντα. Σὲ λιγάκι ἦλθε κ’ ἐκάθησε κοντά τους ὁ παππᾶ Φίλιππος, νέος ἄνθρωπος, ξανθὸς, μὲ ἥμερο, ἀσθενικὸ πρόσωπο καὶ μάτια ποῦ ἔδειχναν πολλὴ ἐξυπνάδα.

— Ὑπὸφερμὸ δὲν ἔχει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγεν ὁ παππᾶ Κύριλλος. Ἐκαθότανε μὲ τὴ μάννα του στὴν πεζοῦλα ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ κελλί μου καὶ τάλεγαν πάλι· τί ἀδιαντροπιά!

— Ἀπὸ ντροπὴ δὰ ἃς πῇ κι’ ἄλλος, εἶπεν ὁ παππᾶ Φίλιππος.

— Καὶ πᾶς εἶνε μόνο τὰ λόγια, ἐκεῖνα ποῦ κάνει τί σοῦ λένε; εἶπεν ὁ Γιώργης.