Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/12

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 6 —

Φίλιππος. Ὁ πατέρας τῆς Ἀννέζας εἶνε τόσο ἐξαγριωμένος, ποῦ ἂν ὁ ’γούμενος δὲν ἀφήκῃ ἥσυχο τὸν γαμπρό, θὰ κάμῃ μεγάλα πράμματα. Ἔχει φίλο καὶ τὸ Δήμαρχο καὶ θὰ λάβῃ τὰ μέτρα του, δὲ θ’ ἀφήκῃ νὰ τοῦ πάρουνε τὸν Κεριάκο.

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐφάνηκε ὁ ’γούμενος καὶ ἡ ὁμιλίες ἐπαύσανε. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ ἔρριξε μιὰ ματιὰ στὸν αὐλόγυρο τοῦ μπακάλικου, ἐτράβηξε κατὰ τὸ πλησιέστερο ἁλῶνι, ἐσύναξε τὰ ῥάσα του κ’ ἐκάθησε στὴν ὁμαλότερη πέτρα τοῦ ἁλονόγυρου. Παρέκει ἤταν τρία τέσσερα χωριανόπαιδα· ὁ ’γούμενος τὰ φώναξε, τοὺς ἔδωκε μερικὰ στραγάλια ποῦ εἶχε στὴν τσέπη του καὶ τάβαλε νὰ παλέψουν, γιὰ νὰ γελάσῃ. Σ’ ἕνα μέρος τοῦ ἁλωνιοῦ ἤταν ἕνας μεγάλος σωρὸς φασουλόφυλλα· ἐκεῖ ἀπάνω ἐρρίχτηκαν τὰ παιδιὰ μὲ φωνὲς καὶ γέλοια, σπρώχνοντα τὸ ἕνα τ’ ἄλλο, ὅταν ἕνας χοῖρος ἀσπρόμαυρος, μὲ μεγάλη ἀγκαθωτὴ χαίτη, χωμένος στὸ σωρὸ μέσα, ἐπετάχτηκε τρομαγμένος καὶ μὲ τὴ χαίτη, τὰ ρουθούνια καὶ τὰ μάτια γεμάτα φύλλα, ἐπῆρε δρόμο μὲ ὑπόκωφ’ ἀπορθουνίσματα σπέρνοντας μεγάλο τρόμο σὲ πέντ’ ἕξη ὄρνιθες ποῦ μὲ ἀνοιχτὰ τὰ φτερὰ καὶ κακαβίζοντας, ἔτρεχαν σὰν δαιμονισμένες, ἐνῷ ἕνας μεγάλος πετεινὸς χρυσολαίμης, μακροπόδαρος, μὲ τὸ λαιμὸ τεντωμένο ἔδειχνε τὸ θυμό του μὲ τὴν πιὸ δυνατή του φωνή, ὑποχωρῶντας βῆμα βῆμα, μὲ ἀξιοπρέπεια, σὰν νάθελε νὰ δείξῃ πῶς δὲν πολυφοβᾶται τὸ τετράποδο.

Στὸ παιχνίδι τῶν παιδιῶν ἐπῇρε μέρος καὶ ὁ ’γούμενος· ἔδινε σπρωξιὲς στὰ παιδιὰ καὶ τά ριχνε στὸ σωρὸ ἀπάνω, τὰ ἐβουτοῦσε μέσα, κ’ ἐξεκαρδιζότανε στὰ γέλοια. Σὲ λιγάκι ἐφώναξε τὸ πιὸ τολμηρὸ παιδί.

— Δημήτρη τοῦ λέει· πάρε αὐτὴ τὴ δεκάρα καὶ τὴν Κεριακὴ ποῦ θάρθω στὸ σχολεῖο μὲ τὸν ἐπιθεωρητή, ἐκεῖ ποῦ θὰ μιλοῦμε ’μεῖς, ἐσὺ νὰ ἔχῃς ἕνα κομμάτι παληόπανο νὰ