Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/105

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 99 —

φασιστικῶς πρὸς τὸ οἴκημά του καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ δωμάτιον, τὸ ὁποῖον πρὸ πολλῆς ὥρας εἶχεν ἀφήσῃ ἠρεθισμένος, ἐκτὸς ἑαυτοῦ.

Εἰς τὴν ἀριστερὰν γωνίαν, ἐπὶ τραπέζης, λυχνία μικρὰ πρὸ τοῦ Σωτῆρος, ἐφώτιζε ἀμυδρῶς τὰ ἀντικείμενα.

Ἦτο ἐκεῖ, ἀπέναντί του, μὲ τὰς χείρας τεταμένας ὁ Ἑσταυρωμένος, ἡ προσωποποίησις τῆς αἰωνίου ἀγάπης!

Δεξιᾶ, ἐπὶ ἀνακλίντρου, ὁ Κλέων διέκρινε κάτι, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἐμφάνισίν του ἐκινήθη.. Ἦτο ἡ σύζυγος. Ἠγέρθη μετὰ κόπου καὶ τρέμουσα ἐστάθη πρὸ τοῦ ἰατροῦ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸ στῆθος. Ἐκεῖνος ἐπροχώρησε, εἶτα ἐστράφη πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένον, ὡς ἐὰν ἐζήτει ἐνίσχυσιν…

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθησαν οἱ κώδωνες τοῦ Ναοῦ πανηγυρίζοντος τὴν Ἀνάστασιν…

Αἱ ἐπίσημοι, αἱ πανηγυρικαὶ δονήσεις συνεκλόνισαν τὸν Κλέωνα…

Ὁ τρόμος τῆς γυναικὸς ηὔξησε… καὶ προχωρήσασα, ἐγονυπέτησε πρὸ τοῦ συζύγου της.

Ἐκεῖνος, ὑπὸ τὸ κράτος σφοδρᾶς συγκινήσεως, τὴν ἀνήγειρε καὶ τείνας τὴν χεῖρα ἐψιθύρισε — «Χριστὸς ἀνέστη!»

Καὶ τὴν ἠσπάσθη εἰς τὸ μέτωπον.

Ἐκείνη ἐπανέπεσεν εἰς τοὺς πόδας του ὀλολύζουσα..