Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/104

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 98 —

Μὲ τὰς χεῖρας, πρὸς τὰ ἐμπρὸς τεταμένας, ὡσὰν νὰ ἤθελε ν’ ἀποκρούσῃ ἀόρατον ἐχθρόν, ὥρμησε πρὸς τὴν θύραν καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὴν ὁδόν.

Οἱ φανοὶ διεδέχονσο ἀλλήλους ἀνὰ πᾶν βῆμα. Κάθε χέρι ἐκρατοῦσε τὸ φῶς του, φῶτα παντοῦ καὶ μόνον ὁ Κλέων εὑρίσκετο εἰς τὸ σκότος… Ἐβάδιζε μηχανικῶς, ἀδυνατῶν νὰ συγκρατήσῃ τὰ διανοήματά του. Ἡ ἀπροσδόκητος ἐμφάνισις τῆς συζύγου τὸν ἐσύγχιζε φοβερά.

Ὁποία τόλμη! Ἐβημάτιζε, ἀριστερᾷ, ἐμπρὸς, ὀπίσω, ἀσκόπως ὅλως. Μετὰ πολλὰς περιστροφάς, ἐπελθούσης σχετικῆς ἠρεμίας, ἠκολούθησε τὸ πλῆθος, διευθυνόμενον πρὸς τὸν ναὸν καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ περίβολόν του. Ἐνθυμήθη, καὶ διευθυνθεὶς πρὸς τὸν μικρὸν τάφον τοῦ θυγατρίου του ἐγονυπέτησεν ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἀνελύθη εἰς δάκρυα… Ἔκλαυσεν ἐπὶ πολὺ καὶ τὰ δάκρυα ἐκεῖνα τὸν ἀνεκούφισαν… ὡσὰν νὰ τὸν περιέβαλλον μὲ μίαν γαλήνην, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ καιροῦ δὲν εἶχεν αἰσθανθῇ.

Ὅταν ἠγέρθη, εἶδεν ἐνώπιόν του τὸν γέροντα φύλακα.

— Σήμερα τὸ βρήκατε, γιατρέ, νὰ κλαῖτε; εἶπεν ὁ γέρων. Ἔτσι καὶ μιὰ γυναῖκα, εἷνε περισσότερ’ ἀπὸ μιὰ ὥρα — ἦρθε καὶ ἐγονάτισε στὸ μνῆμα· θάκαμε ὡς φαίνεται, λᾶθος.

— Ποιὰ γυναῖκα; εἶπεν ὁ Κλέων.

— Τὴν εἶδα ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπὸ τὴ γωνιά μου, μὰ ὅσο νὰ ἔρθω νὰ ἰδῶ ἔφυγε… Μιὰ πολὺ ἀδύνατη, μοῦ ἐφάνηκε.

— Ἆ! εἶπεν ὁ ἰατρός.

Καὶ ἀπεμακρύνθη βραδυπορῶν.

Ἐβάδισεν ἐπὶ πολὺ ἐν ταραχῇ. Δεκάκις ἐπλησίασε τὸ οἴκημά του καὶ δεκάκις ἀπεμακρύνθη, ἑωσοῦ ἤρχισε νὰ τὸν καταλαμβάνῃ ἡ κόπωσις. Βαθμηδὸν καὶ ἡ ψυχική του ταραχὴ κατηυνάζετο. Ἡ ἀγαθή του φύσις ἐφάνη ὑπερισχύουσα καί, καταβαλὼν ὑστάτην προσπάθειαν, διηυθύνθη ἀπο-