Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/106

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΕΞΗΓΗΤΩΝ

ΕΙΧΑΝ ἀναφθῆ πρὸ ὀλίγου τὰ φῶτα. Ἓξ ἑπτὰ φίλοι, ὅλοι νέοι καὶ ἄγαμοι, πλὴν ἑνός, εἶχαν συναχθῆ παρ’ ἐμοὶ διὰ τὸ ἑσπερινὸν τσάϊ, κυρίως ὅμως διὰ νὰ μ’ ἀποχαιρετίσουν, μέλλοντα ν’ ἀναχωρήσω τὴν ἐπιοῦσαν λίαν πρωΐ. Αἱ ἐργασίαι τοῦ φθινοπώρου εἶχαν τελειώσῃ πρὸ μηνός, ἡ Ἀζοφικὴ εἶχεν ἀποκρυσταλλωθῆ ὅλη καὶ τὰ ἄσπιλα, τὰ κατάλευκα χιόνια ἐκάλυπτον καὶ κοιλάδας καὶ βουνὰ καὶ χαράδρας. Οἱ ἄνθρωποι ζαρωμένοι παρὰ τὴν ἑστίαν, ἀπελάμβανον τοῦ θάλπους ἐκείνου τοῦ ζωογόνου, τοῦ ἀνεκτιμήτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐκτὸς τῶν οἰκιῶν παγωνιάν.

Εἶχα ἤδη ἑτοιμάσῃ τὴν βαρεῖαν τοῦ δρόμου μηλωτήν, τὴν λυκόγουνάν μου, τὴν ἀπαραίτητον ζώνην καὶ τὰ μαλλωτὰ ὑποδήματα, ἐφόδια, ἄνευ τῶν ὁποίων τὸ ἀνὰ τὰς ρωσσικὰς στέπας ταξείδιον ἀποβαίνει ἐπικίνδυνον.

Ἐπρόκειτο νὰ μεταβῶ εἰς Μαριούπολιν, μετὰ διετῆ ἀπουσίαν, παρὰ οἰκογενείᾳ φίλῃ, σχεδὸν συγγενῇ καὶ ᾐσθανόμην τὴν συγκίνησιν ἐκείνην τὴν γλυκεῖαν μέν, ἀλλὰ τὴν ὁποίαν καθιστᾷ σχεδὸν ὀδυνηρὰν ἡ ἀνυπομονησία.

Εἰς τὴν ὁδοιπορίαν ἔμελλε νὰ μὲ συνοδεύσῃ μέχρι Ταϊγανίου, ὅπου ἔμενεν ἡ οἰκογενειά του, ὁ κοινὸς φίλος, ὁ γέρων μέν, ἀλλὰ ζωηρότατος καὶ λίαν ὁμιλητικός, ὁ ἀλησμόνητός μας Φ. Ἦτο ἡ ψυχὴ τῶν συναναστροφῶν ὁ θαλερὸς