Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/102

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 96 —

τὸν ἀντήμειψαν! Ἀξίζει τις μετὰ ταῦτα νὰ ζῇ; δὲν εἶνε περιττὸν νὰ ὑπάρχῃ;

Ἐν τῇ συμφορᾷ του ἔχει παρηγορίαν τινα, ἥτις εἶνε συγχρόνως καὶ πηγὴ θλίψεως. Συχνότερα τώρα προσεύχεται εἰς τὸν μικρὸν τάφον τοῦ προσφιλοῦς θυγατρίου του καὶ ὁ γνωστὸς γέρων φύλαξ συγκινεῖται βλέπων τὴν ἀπέραντον θλίψιν ἐκείνην.

Παρῆλθον οὕτω τρία ἔτη· τρία ὁλόκληρα ἔτη ἐρημίας, μονώσεως βασανιστικῆς.

Ἡ λύπη τοῦ Κλέωνος δὲν κατηυνάσθη· φαίνεται ὅμως ἤρεμος. Ἐκτελεῖ θρησκευτικῶς τὰ κάθηκοντά του, ἀλλ’ εἷνε καρδία νεκρὰ πλέον, εἷνε σῶμα, νομίζεις, ἄψυχον.

Πρό τινος καιροῦ εἶχε μάθῃ ὅτι ἡ σύζυγός του, ἐγκαταλειφθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἀπίστου φίλου, ἔζη ἄγνωστον πῶς καὶ ποῦ… ἡ εἴδησις δὲ αὐτή, ἥτις ἠδύνατο νὰ εἷνε καὶ ἀδέσποτος ἐπέτεινε τὴν πικρίαν του.

Τὴν νύκτα ἐκείνην, τὴν παραμονὴν τοῦ Πάσχα, εἶνε μελαγχολικώτερος τοῦ συνήθους. Ζητεῖ ν’ ἀποδιώξῃ τὰς μαύρας του σκέψεις καὶ δὲν τὸ κατορθώνει. Πῶς ἤθελε νὰ ἐλησμόνει…

Ἔξω ἀκούεται θόρυβος βημάτων καὶ φωνῶν, διὰ δὲ τοῦ παραθύρου βλέπει ἀραιὰ φῶτα νὰ πηγαινοέρχωνται διασταυρούμενα καθ’ ὅλας τὰς διευθύνσεις, ἐνῷ ἄλλοι φανοὶ ἀχειροποίητοι, σελαγιζουσιν ὑπέρλαμπροι ἐπὶ τοῦ στερεώματος.

Πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσεως, ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς γνενικῆς χαρμονῆς καὶ ὅλοι σπεύδουν πρὸς τὴν ἐκκλησίαν. Μὲ ὀλίγον θὰ περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, θὰ ἑνωθῶσιν εἰς ἕνα κοινὸν ἀσπασμόν. Μακρὰν τὴν ἡμέραν ἐκείνην αἱ ἔχθραι καὶ τὰ μίση, εἰς ὅλων δὲ τὰ χείλη πρέπει ν’ ἀνθῇ ἡ θεία καὶ κοσμοσώτειρα φράσις «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους....»