Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/101

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 95 —

ἐσκέπτετο ἐπὶ τῆς φράσεως ἐκείνης, ἥτις πολλὰ ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ…

Παρῆλθον ἡμέραι τινες, ὅτε ἓν ἀπόγευμα ἀπεσταλμένος ἐκ τῆς πλησιοχώρου κώμης, ἦλθε νὰ καλέσῃ τὸν ἰατρὸν παρά τινι ἐπικινδύνως ἀσθενῇ. Ὁ ἰατρὸς διενυκτέρευσεν εἰς τὸ χωρίον, ὅτε δὲ τὴν ἑπομένην πρωίαν ἐπέστρεψε, εὗρε τὸν οἶκόν του κενόν… Ἡ σύζυγος μετὰ τοῦ φίλου εἶχον γείνη ἄφαντοι…

Τὸ κτύπημα ἦτο πολὺ βαρὺ καὶ ὁ ἰατρὸς ἐνόμιζεν ὅτι θ’ ἀπέθνησκε. Ἔζησεν ὅμως, ἂν καὶ ἐπὶ πολὺ δὲν διέφερεν ἀπὸ νεκρόν! Ἦτο τόσῳ ἀπροσδόκητον! Νὰ φθάσουν ἕως ἐκεῖ; Καὶ δὲν ἐσυλλογίσθησαν λοιπὸν διόλου τὸ κτύπημα, τὸν σπαραγμὸν ὁποῦ θὰ ὑφίστατο ἡ τόσον εὐγενής, ἡ τόσον ἀγαπῶσα ἐκείνη καρδία; Τὸ χωρίον ἐξηγέρθη πρὸ τοῦ σκανδάλου, διότι ἐλάτρευε τὸν ἰατρόν, παραδόξως ὅμως κατεδίκαζε πλέον τὸν ἄπιστον φίλον ἢ τὴν σύζυγον, ἣν ἐθεώρει μᾶλλον κουφόνουν. Καὶ ὁ ἰατρὸς ὅμως τὰ αὐτὰ ἐφρόνει, ἂν καὶ ἐνίοτε τὸν κατελάμβανε λύσσα καὶ δὲν ἤξευρε πῶς θὰ ἐφέρετο, ἂν παρεδίδετο αἴφνης εἰς χεῖράς του ἡ ἄπιστος…

Ἔμεινεν εἰς αὐτὸν ὡς παρηγορία ἡ ἐπιστήμη μόνη. Κατ’ οἶκον ὑποφέρει μαρτύρια, διότι ἀδυνατεῖ νὰ λησμονήσῃ ὑπῆρχον δὲ στιγμαὶ καθ’ ἃς ἐπόθει νὰ ἐξαφανίσῃ, νὰ πετάξῃ μακρὰν πᾶν ἀντικείμενον, κάθε πρᾶγμα ἐνθυμίζον εἰς αὐτὸν τὴν γυναῖκα ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶχε συνειθίσῃ νὰ θεωρῇ ἀπαραίτητον εἰς τὴν εὐδαιμονίαν του, εἰς αὐτήν του τὴν ὕπαρξιν. Ἑκάστοτε ὅμως ἀναχαιτίζετο καὶ τὰ μισητὰ καὶ προσφιλῆ συγχρόνως ἀντικείμενα ἔμεναν εἰς τὴν θέσιν των.

Πάντοτε μόνος, ἔρημος, μὲ τὴν ψυχὴν γεμάτην πικρίας, διέρχεται ὥρας μαρτυρικάς. Πόσον εἶχεν ἀγαπήσῃ καὶ πῶς