Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/103

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 97 —

Βαρὺς στεναγμὸς παραπονου ἐξῆλθεν ἀπὸ τὰ πονεμένα στήθη τοῦ Κλέωνος καὶ ἐγερθεὶς ἡσυχώτερος, ἔρριψε τὸ βλέμμα του διὰ τοῦ παραθύρου εἰς τὴν ὁδόν.

Δὲν θὰ ἤξευρε νὰ εἴπῃ ἐπὶ πόσην ὥραν ἦτο βυθισμένος εἰς τὰς σκέψεις του τὰς μελαγχολικάς, ὅταν τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠνοίχθη, μετ’ ἐλαφροῦ κρότου, ἡ θύρα τοῦ δωματίου.

Ὁ Κλέων ἔστρεψε τὴν κεφαλήν.

Μὲ βῆμα δειλόν, ὡσὰν σκιά, εἰσῆλθε μία γυνή…

Ἐστάθη, στηριχθεῖσα ἐπὶ τοῦ ἡμίσεως θυροφύλλου, τοῦ κλειστοῦ, μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω νέουσαν…

Τὴν ἐξέλαβεν ὡς ἐπαίτιδα καὶ ἐπροχώρησε πρὸς αὐτήν. Ἐκείνη ὕψωσε δειλὰ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ βλέμμα…

Ὁ Κλέων ἔρρηξε κραυγὴν ἄλγους....

Ἐνώπιόν του ἵστατο ἡ σύζυγός του, ἢ μᾶλλον ἕνας σκελετὸς ρακένδυτος, ἐμπνέων οἶκτον....

Ἔκαμεν ἓν βῆμα ἐμπρὸς ἀκόμη, ἀλλοφρονῶν καὶ τείνων τὰς χεῖρας, ὡς ἐνώπιον φάσματος…

Παρῆλθον ὀλίγα δευτερόλεπτα, στιγμαὶ ἀγωνίας, καθ’ ἂς ὁ Κλέων ἐζήτει νὰ συγκρατήσῃ τὰς σκέψεις του…

Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, ἀναμνήσεις ψυχοφθόροι, ὀδυνηραί, τοῦ κατέκλυσαν τὸν ἐγκέφαλον…

Ἐνώπιόν του ἐξετυλίχθη ἡ ἱστορία του ἡ ὑβριστική, τὸ ἐπαίσχυντον δρᾶμα, τοῦ ὁποίου θῦμα ἦτο μόνος αὐτός.. Τοῦ ἐξετυλίχθη μὲ ὅλας τὰς ἀποτροπαίους λεπτομερείας του..

Καὶ ὁ οἶκτος, ὅστις θὰ τὸν ἐκλόνιζεν ἴσως τὴν στιγμὴν ἐκείνην, εἰς τὴν θέαν τοῦ γυναικείου ἐκείνου συντρίμματος, τὸ ὁποῖον ἀπετέλει ἄλλοτε μέρος τῆς ὑπάρξεώς του ἀναπόσπαστον, ὑπεχώρησεν εἰς μίαν ὀργὴν ὑπόκωφον, ἥτις ἠπείλει νὰ ἐκραγῇ ἀκράτητος, θυελλώδης…

Ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τις τί θὰ συνέβαινε, ἂν ἀσθενής τις ἀκτίς, ἂν λείψανόν τι λογικοῦ δὲν τὸν συνεκράτει…