Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/426

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Ἀκούεις κρότον σύμμικτον βροντῶν, κραυγῶν, τραυμάτων;
Ἰδὲ ὁποῖαι φοβεραὶ μυρμηκιαὶ φασμάτων
Νυκτοπλανεῖς κυμαίνονται,
Ἰδὲ πῶς μεγαλοποιοῦν τὸ τερατῶδες δρᾶμα
Ἡ μαύρη ὄψις τῆς νυκτὸς καὶ τὰ πυρὰ ποῦ ἅμα
Φωτοβολοῦν καὶ σβένονται.

Πολλοὶ Σκοδράνοι ἔπεσαν βάρη τῆς γῆς, καὶ ὅλοι
Σκορπίζουν οἱ λοιποὶ,
Ἀλλ’ ἕνα ἐκ τῶν ἕνδεκα ἑλλήνων ἐφορμῶντα
Τυφλὸν εὑρῆκε βόλι,
Κ’ οἱ δέκα τὸν πεσόντα
Κυκλόνουν σκυθρωποί.

Πικρὰν φωτίζει προπομπὴν ἡ δύουσα σελήνη.
Ὑποχωροῦν κ’ οἱ ἄλλοι
Καὶ παύει ἡ πρώτη ζάλη.
Σπαθία δὲν συγκρούονται,
Ὅχι Σκοτάδι καὶ Σπαθὶ, ψιθυρισμοὶ καὶ θρῆνοι
Σιωπηλοὶ ἀκούονται.

Κἄποιος μόνον, καθ’ ὁδὸν ἂν τοῦρκον ἀπαντήσῃ,
Πλαγίαν σύρει σπαθιὰν, καὶ δίχως νὰ συλήσῃ
Τὸ πτῶμα, πρὸς τὴν ῥάχιν
Ὁδεύει σιωπῶν.
Οὕτως ἡλίου δύοντος ὁ θεριστὴς γυρίζει,
Καὶ ἄν που τύχῃ ἀπαντῶν μονήρη τινὰ στάχυν,
Ὡς παιδιὰν θερίζει
Τὸν πάρεργον καρπόν.