Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/427

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Καὶ νέος εἷς πολεμιστὴς δὲν βλέπει τοὺς συντρόφους,
Ἢ δὲν νοεῖ ἀκόμα
Τριγύρω του τί γίνεται,
Καὶ διαβαίνων ῥεύματα καὶ ἀναβαίνων λόφους
Μὲ σπιθοβόλον ὄμμα
Κατὰ φυγάδων χύνεται.

Ἐδῶ καἰ ἐκεῖ μακροσκελὴς πετᾷ, καὶ ἡ σελήνη
Πυκνὴν νεφέλην σχίζουσα τὴν ὄψιν μεγαλύνει
Μὲ τ’ ἀμυδρόν της φῶς.
Κ’ ἰδοὺ τὰ φύλλα θορυβοῦν καὶ ῥοβολᾷ μὲ τάχος
Εἷς γέρων νυκτομάχος,
Ὁπλίτης ἀδελφός.

—Νεότης ἄφρων... Κάσκαρη, ποῦ σὲ πλανᾷ ὁ ζῆλος;
Σπεῦσον ταχύς· τοῦρκοι πολλοὶ, οὐδεὶς τριγύρω φίλος,
Δύο ἡμεῖς δὲν φθάνομεν.
—Τί λέγεις; φεύγουν οἱ ἐχθροὶ, οἱ νικηταὶ ποῦ εἶναι;
—Ἀπὸ τῆς νίκης ἔσταξαν τὴν ποδιὰν ὀδύναι·
Ἐλθὲ, καιρὸν μὴ χάνωμεν.