Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/425

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Καὶ γέλωτος ἀκούεται ὁ θορυβώδης κρότος
Πνίγων τὸ μῖσος πρὸς στιγμὴν, πλὴν πάλιν ἐπιστρέφει
Τὸ μῖσος φονικώτερον.
Ὁμοίως λάμπει ἡ ἀστραπὴ χαράττουσα τὰ νέφη,
Καὶ γίνεται τὸ σκότος
Ἀκόμα φοβερώτερον.

Φεύγουν, γυρίζουν οἱ ἐχθροὶ ἀκέφαλοι καὶ κρύοι·
Εἰς μάτην τὰ προστάγματα
Καὶ τῶν κραυγῶν ἡ ζάλη.
Ὁ τρόμος, ὅστις καὶ ψυχὴν καὶ σάρκα παραλύει,
Τὰ δένδρα μεταβάλλει
Εἰς λογχοφόρα τάγματα.

Ἀλλ’ ὤ τί δρᾶμα παίζεται πρὸ τῆς σκηνῆς ἐκείνης!
Ὁ Μάρκος μὲ τοὺς δέκα του πανήγυριν ἀνοίγει...
Γυμνὸς ἀπὸ τὸ στρῶμά του πηδᾷ ὁ Τσαλατίνης,
Καὶ φεύγει... ποῦ νὰ νὰ φύγῃ,
Ποῦ φεύγων νὰ σωθῇ;
Παντοῦ συρίζει ἡ σφαῖρα,
Καὶ λὀγοι πλήττουν μυστικοὶ τὸν μυστικὸν ἀέρα,
Σκοτάδι καὶ Σπαθί.

Ἀπὸ του Ὕπνου τιναχθεὶς τὴν λήθαργον ἀγκάλην,
Ὁ κρύος Φόβος ἐμφυσῶν τὸν τρόμον καὶ τὴν ζάλην,
Φρένας καὶ νοῦν λυμαίνεται,
Καὶ δαίμων τις, ἀόρατος εἰς τῆς νυκτὸς τὴν φρίκην,
Μυκτηριάζων τὴν φυγὴν κ’ ἐπικροτῶν τὴν νίκην,
Ἐπιβοᾷ καὶ μαίνεται.