Κοιμᾶται ἡ νηὰ σὰν τὰ νερὰ τῆς λίμνης, ὁποῦ ἀνέμοι
Καὶ ζάλαις δὲν κυλᾶνε,
Καὶ ὅμως στὰ χείλη ἕνα πικρὸ χαμόγελο τῆς τρέμει,
Ὡσὰν νὰ λέῃ· «Βαρέθηκα, κόσμε σκληρὲ καί πλάνε.»
Πόσους ἡ ἀγάπη δύστυχους καὶ νηοὺς καὶ νηὲς θὰ φάῃ!
Δὲν μπὀρεσε εἰς τὴν ἀπονιὰ τοῦ Νάσιου νὰ φτουρίσῃ,
Βαρέθηκε καὶ πάει
Ἐκεῖ ποῦ κάθε πλάσμα γῆς ἡ γῆ θὲ νὰ ῥουφήσῃ.
Γερόντισσα γονατιστὴ μὲ δάκρυα φλογισμένα
Τὴν πεθαμμἐνη βρἐχει·
Μυριολογάει ἡ κακότυχη, πικρὰ, φαρμακωμένα,
Καὶ κλαίγει καὶ σκοτὀνεται. Ἄλλο παιδὶ δὲν ἔχει.
«Ξύπνα, Νεράϊδα τοῦ χωριοῦ, ξύπνα λαμπρό μου ἀστἐρι,
Νὰ ἰδῇς τὴ γῆ πῶς χαίρεται, τοὺς κήπους πῶς ἀνθίζουν.
Μὲ τὸ χρυσό σου χέρι
Σήκου νὰ κὀψῃς τοὺς ἀνθοὺς ὁποῦ μοσχομυρίζουν.
Ὤ συμφορά μου! τοὺς ἀνθοὺς τοὺς κὀφτουν ἄλλα χέρια,
Τοὺς βλἐπουν ἄλλα μάτια,
Ἐσὺ μὲ ἀγγέλους οὐρανοῦ τώῥα πετᾷς στὰ ἀστέρια,
Καὶ ἐμὲ ἡ καρδοῦλα καίγεται καἰ γίνεται κομμάτια.
Ξανθή μου! ἀκοῦς τῆς ἐκκλησιᾶς τὸ σήμαντρο πῶς κλαίει;
Γιὰ σἐνα κλαίει τὸ σήμαντρο, γιὰ σὲ ἡ λαμπάδα λυόνει
Καὶ τὸ λιβάνι καίει,
Κι’ ὁ ψεύτης τῆς ἀγάπης σου, ὁ Νάσιος, ξεφαντόνει!
Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/283
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.